Δείτε τα video μας στα παρακάτω κανάλια

youtube channel dailymotion channel
veoh channel

Διαβάστε την εφημερίδα μας

Ποινικός κώδικας

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ο Ποινικός νόμος

Ι. Χρονικά όρια ισχύος των ποινικών νόμων

Άρθρο 1. -Καμία ποινή χωρίς νόμο.

Ποινή δεν επιβάλλεται παρά μόνο για τις πράξεις εκείνες για τις οποίες ο νόμος την είχε ρητά ορίσει πριν από την τέλεσή τους.

Άρθρο 2. -Αναδρομική ισχύς του ηπιότερου νόμου.

1. Αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις.

2. Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη όχι αξιόποινη παύει και η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακό­λουθά της.

Άρθρο 3. -Νόμοι με προσωρινή ισχύ.

Νόμοι με προσωρινή ισχύ εφαρμόζονται και μετά την παύση της ισχύος τους σε πράξεις που τελέστηκαν όταν αυτοί ίσχυαν. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη της παραγρ.1 του προηγούμενου άρθρου.

Άρθρο 4. -Επιβολή μέτρων ασφάλειας.

1. Τα μέτρα ασφάλειας που προβλέπονται στα άρθρα 69,71,72,73,74 και 76 επιβάλλονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά την εκδίκαση της πράξης.

2. Στην περίπτωση της παραγρ.2 του άρθρου 2 το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση αποφασίζει με πρόταση του εισαγγελέα του αν θα διατηρηθούν ή όχι τα μέτρα ασφάλειας που είχαν επιβληθεί.

ΙΙ. Τοπικά όρια ισχύος των ποινικών νόμων

Άρθρο 5. -Εγκλήματα που τελέστηκαν στην ημεδαπή.

1. Οι ελλη­νικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε όλες τις πράξεις που τελέστηκαν στο έδαφος της επικράτειας, ακόμη και από αλλοδαπούς.

2. Πλοία ή αεροσκάφη ελληνικά θεωρούνται έδαφος της επικράτειας οπουδήποτε και αν βρίσκονται, εκτός αν σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο υπόκεινται σε αλλοδαπό νόμο.

Άρθρο 6. -Εγκλήματα ημεδαπών στην αλλοδαπή.

1. Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και για πράξη που χαρακτηρίζεται από αυτούς ως κακούργημα ή πλημμέλημα και που τελέστηκε στην αλλοδαπή από ημεδαπό, αν η πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέστηκε ή αν διαπράχθηκε σε πολιτειακά α­σύντακτη χώρα.

2. Η ποινική δίωξη ασκείται και εναντίον αλλοδαπού ο οποίος κατά την τέλεση της πράξης ήταν ημεδαπός. Επίσης ασκείται και εναντίον εκείνου που απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια μετά την τέλεση της πράξης.

3. Στα πλημμελήματα, για να εφαρμοστούν οι διατάξεις των παραγρ.1 και 2, απαιτείται έγκληση του παθόντος ή αίτηση της κυβέρνησης της χώρας όπου τελέστηκε το πλημμέλημα.

4. Τα πταίσματα που διαπράττονται στην αλλοδαπή τιμωρούνται μόνο στις περιπτώσεις που ειδικά ορίζει ο νόμος.

Άρθρο 7. -Εγκλήματα αλλοδαπών στην αλλοδαπή.

1. Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και κατά αλλοδαπού για πράξη που τελέ­στηκε στην αλλοδαπή και που χαρακτηρίζεται από αυτούς ως κακούρ­γημα ή πλημμέλημα, αν η πράξη αυτή στρέφεται εναντίον Έλληνα πολίτη και αν είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας όπου τελέστηκε ή αν διαπράχθηκε σε πολιτειακά ασύντακτη χώρα.

2. Οι διατάξεις των παρ.3 και 4 του προηγούμενου άρθρου έχουν και εδώ εφαρμογή.

Άρθρο 8. -Εγκλήματα στην αλλοδαπή που τιμωρούνται πάντοτε κατά τους ελληνικούς νόμους.

Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς, ανεξάρτητα από τους νόμους του τόπου της τέλεσης, για τις εξής πράξεις που τελέστηκαν στην αλλοδαπή: α) εσχάτη προδοσία και προδοσία της χώρας που στρέφεται κατά του ελληνικού κράτους. β) εγκλήματα που αφορούν τη στρατιωτική υπηρεσία και την υποχρέωση στράτευσης (ειδικό μέρος, Κεφ.Η')' γ) αξιόποινη πράξη που τέλεσαν ως υπάλληλοι του ελληνικού κράτους. δ) πράξη εναντίον Έλληνα υπαλλήλου κατά την άσκηση της υπηρεσίας του ή σχετικά με την υπηρεσία του' ε) Ψευδορκία σε διαδικασία που εκκρεμεί στις ελληνικές αρχές' στ) πειρατεία' ζ) εγκλήματα σχετικά με το νόμισμα (ειδικό μέρος, Κεφ.θ')' η) πράξη δουλεμπορίου ή σωματεμπορίας με σκοπό την ακολασία' θ) παράνομο εμπόριο ναρκωτικών φαρμάκων' ι) παράνομη κυκλοφορία και εμπόριο άσεμνων δημοσιευμάτων' lα) κάθε άλλο έγκλημα, για το οποίο ειδικές διατάξεις ή διεθνείς συμβάσεις υπογραμμένες και επικυρωμένες από το ελληνικό κράτος προβλέπουν την εφαρμογή των ελληνικών ποινικών νόμων.

Άρθρο 9. -Ακαταδίωκτο εγκλημάτων που τελέστηκαν στην αλλο­δαπή.

1. Η ποινική δίωξη για πράξη που τελέστηκε στην αλλοδαπή αποκλείεται: α) αν ο υπαίτιος δικάστηκε για την πράξη αυτή στην αλλο­δαπή και αθωώθηκε ή αν σε περίπτωση που καταδικάστηκε, έχει εκτίσει ολόκληρη την ποινή του' β) αν, σύμφωνα με τον αλλοδαπό νόμο, η πράξη έχει παραγραφεί ή η ποινή που επιβλήθηκε έχει παραγραφεί ή έχει χαριστεί' γ) αν, σύμφωνα με τον αλλοδαπό νόμο, χρειάζεται έγκληση για τη δίωξη της πράξης και τέτοια έγκληση είτε δεν υποβλήθηκε είτε ανα­κλήθηκε.

2. Οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόζονται στις πράξεις που ορίζει το άρθρο 8.

Άρθρο 10. -Υπολογισμός ποινών που εκτίθηκαν στην αλλοδαπή.

Η ποινή που εκτίθηκε ολικά ή μερικά στην αλλοδαπή, αν επακολουθήσει καταδίκη στην ημεδαπή για την ίδια πράξη, αφαιρείται από την ποινή που επέβαλαν τα ελληνικά δικαστήρια.

Άρθρο 11. -Αναγνώριση αλλοδαπών ποινικών αποφάσεων.

1. Αν ο Έλληνας καταδικασθεί στην αλλοδαπή για πράξη που, σύμφωνα με τις διατάξεις των ημεδαπών νόμων, συνεπάγεται παρεπόμενες ποινές, το αρμόδιο δικαστήριο των πλημμελειοδικών μπορεί να επιβάλλει τις ποινές αυτές.

2. Το αρμόδιο δικαστήριο των πλημμελειοδικών μπορεί επίσης να επιβάλει τα μέτρα ασφαλείας που προβλέπουν οι ελληνικοί νόμοι σε όποιον καταδικάστηκε ή αθωώθηκε στην αλλοδαπή.

ΙΙΙ. Σχέση του Κώδικα με ειδικούς νόμους και επεξήγηση όρων του

Άρθρο 12. -Ειδικοί ποινικοί νόμοι.

Οι διατάξεις του γενικού μέρους του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζονται και σε αξιόποινες πράξεις που προ­βλέπονται σε ειδικούς νόμους, αν οι νόμοι αυτοί δεν ορίζουν διαφορετικό με ρητή διάταξή τους.

Άρθρο 13. -Έννοια όρων του Κώδικα.

Στον Κώδικα οι ακόλουθοι όροι χρησιμοποιούνται με την εξής σημασία:

α) υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινό, η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου"

β) οικείοι είναι οι συγγενείς εξ αίματος και εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή, οι θετοί γονείς και τα θετό τέκνα, οι σύζυγοι, οι μνηστευμένοι, οι αδελφοί και οι σύζυγοι και οι μνηστήρες των αδελφών, καθώς και οι επίτροποι ή επιμελητές του υπαιτίου και όσοι βρίσκονται υπό την επι­τροπεία ή επιμέλεια του υπαιτίου"

γ) έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός' έγγραφο είναι και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικό αυτό προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία'

δ) σωματική βία συνιστά και η περιαγωγή άλλου σε κατάσταση αναισθη­σίας ή ανικανότητας για αντίσταση με υπνωτικό ή ναρκωτικό ή άλλα ανάλογα μέσα"

ε) στρατός είναι ο στρατός της ξηρός, της θάλασσας και του αέρα.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η αξιόποινη πράξη

Ι. Γενικές διατάξεις

Άρθρο 14. -Έννοια της αξιόποινης πράξης.

1. Έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από το vόμο.

2. Στις διατάξεις των ποινικών νόμων ο όρος "πράξη" περιλαμβάνει και τις παραλείψεις.

Άρθρο 15. -Έγκλημα που τελείται με παράλειψη.

Όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέ­λεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να πα­ρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος.

Άρθρο 16. -Τόπος τέλεσης της πράξης.

Τόπος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο τόπος όπου ο υπαίτιος διέπραξε ολικό ή μερικό την αξιόποινη ενέργεια ή παράλειψη, καθώς και ο τόπος όπου επήλθε ή, σε περίπτωση απόπειρας, έπρεπε σύμφωνα με την πρόθεση του υπαιτίου να επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα.

Άρθρο 17. -Χρόνος τέλεσης της πράξης.

Χρόνος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενέργησε ή όφειλε να ενεργήσει Ο χρόνος κατά τον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα είναι αδιάφορος εκτός αν ορίζεται άλλος. (Όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 20 παρ. 5β του ν 2331/95.)

Άρθρο 18. -Διαίρεση των αξιόποινων πράξεων.

Κάθε πράξη που τιμωρείται με την ποινή του θανάτου ή της κάθειρξης είναι κακούργημα. κάθε πράξη που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή με περιορισμό σε σωφρονιστικό κατάστημα είναι πλημμέλημα. κάθε πράξη που τιμωρείται με κράτηση ή πρόστιμο είναι πταίσμα.

Άρθρο 19. -Ποινικός χαρακτήρας πράξεων που εκδικάστηκαν.

Αν μια πράξη που εκδικάστηκε είναι κακούργημα ή πλημμέλημα, κρίνεται με βάση τη βαρύτερη ποινή που καθορίζεται από το νόμο γι' αυτή την πράξη και όχι με βάση την τυχόν ελαφρότερη ποινή που επέβαλε ο δικαστής λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων (άρθρο 84) ή για οποιονδήπο­τε άλλο λόγο μείωσης της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 83.

Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση καταδίκης σε περιορισμό σε ψυχιατρικό κατάστημα σύμφωνα με το άρθρο 38.

11. Ο άδικος χαρακτήρας της πράξης

Άρθρο 20. -Λόγοι που αποκλείουν το άδικο της πράξης.

Εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στον Ποινικό Κώδικα (άρθρα 21, 22,25,304 παρ.4 και 5,308 παρ.2, 367,371 παρ.4), ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αποκλείεται και όταν η πράξη αυτή αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος που επιβάλλεται από το νόμο.

Άρθρο 21. -Προσταγή.

Δεν είναι άδικη η πράξη την οποία κάποιος επιχειρεί για να εκτελέσει προσταγή που του έδωσε, σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, η αρμόδια αρχή, αν ο νόμος δεν επιτρέπει στον απο­δέκτη της προσταγής να εξετάσει αν είναι νόμιμη ή όχι Στην περίπτωση αυτήν ως αυτουργός τιμωρείται εκείνος που έδωσε την προσταγή.

Άρθρο 22. -Άμυνα.

1. Δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε περίπτωση άμυνας.

2. Άμυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου στην οποία προ­βαίνει το άτομο, για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους.

3. Το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται από το βαθμό επικινδυνότητας της επίθεσης, από το είδος της βλάβης που απειλούσε, από τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και από τις λοιπές περιστάσεις.

Άρθρο 23. -Υπέρβαση της άμυνας.

Όποιος υπερβαίνει τα όρια της άμυνας τιμωρείται, αν η υπέρβαση έγινε με πρόθεση, με ποινή ελαττω­μένη (άρθρο 83), και αν έγινε από αμέλεια, σύμφωνα με τις διατάξεις τις σχετικές με αυτήν. Μένει ατιμώρητος και δεν του καταλογίζεται η υπέρβαση, αν ενέργησε μ' αυτόν τον τρόπο εξαιτίας του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η επίθεση.

Άρθρο 24. -Υπαίτια κατάσταση άμυνας.

Δεν απαλλάσσεται από την ποινή που ορίζει ο νόμος όποιος με πρόθεση προκάλεσε την επίθεση άλλου για να διαπράξει εναντίον του αξιόποινη πράξη με το πρόσχημα της άμυνας.

Άρθρο 25. -Κατάσταση ανάγκης που αποκλείει το άδικο.

1. Δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος, για να αποτρέψει παρόντα και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο, ο οποίος απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή κάποιου άλλου χωρίς δική του υπαιτιότητα, αν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από τη βλάβη που απειλήθηκε.

2. Η προηγούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται σε όποιον έχει καθήκον να εκτεθεί στον απειλούμενο κίνδυνο.

3. Η διάταξη του άρθρου 23 έχει ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση αυτού του άρθρου.

ΙΙΙ. Ο καταλογισμός της πράξης

Άρθρο 26. -Υπαιτιότητα.

1. Τα κακουργήματα και πλημμελήματα τιμωρούνται μόνο όταν τελούνται με δόλο. Κατ' εξαίρεση στις περιπτώ­σεις που ορίζει ειδικά ο νόμος, τα πλημμελήματα τιμωρούνται και όταν τελούνται από αμέλεια.

2. Τα πταίσματα τιμωρούνται πάντοτε και όταν τελέστηκαν από αμέλεια, εκτός από τις περιπτώσεις για τις οποίες ο νόμος απαιτεί ρητά δόλο.

Άρθρο 27. -Δόλος.

1. Με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης' επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται

2. Όπου ο νόμος απαιτεί να έχει τελεστεί η πράξη εν γνώσει ορισμένου περιστατικού, δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος. Και όπου ο νόμος απαιτεί η πράξη να έχει τελεστεί με σκοπό την πρόκληση ορισμένου αποτελέ­σματος απαιτείται ο δράστης να έχει επιδιώξει να προκαλέσει αυτό το αποτέλεσμα.

Άρθρο 28. -Αμέλεια.

Από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να κα­ταβάλει είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν.

Άρθρο 29. -Ευθύνη από το αποτέλεσμα.

Στις περιπτώσεις όπου ο νόμος ορίζει ότι κάποια πράξη τιμωρείται με βαρύτερη ποινή όταν έχει ορισμένο αποτέλεσμα, η ποινή αυτή επιβάλλεται μόνο αν το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του δράστη.

Άρθρο 30. -Πραγματική πλάνη.

1. Η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη, αν αυτός κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης αγνοεί τα περι­στατικά που τη συνιστούν. Αν όμως η άγνοια αυτών των περιστατικών μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του υπαιτίου, η πράξη του καταλογίζεται ως έγκλημα από αμέλεια.

2. Επίσης δεν καταλογίζονται στο δράστη τα περιστατικά που κατά το νόμο επαυξάνουν το αξιόποινο της πράξης του αν τα αγνοούσε. Άρθρο 31. -Νομική πλάνη. 1. Μόνη η άγνοια του αξιοποίνου δεν αρκεί για να αποκλείσει τον καταλογισμό.

2. Η πράξη όμως δεν καταλογίζεται στο δράστη αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή.

Άρθρο 32. -Κατάσταση ανάγκης που αποκλείει τον καταλογισμό.

1. Δεν καταλογίζεται στο δράστη η πράξη που τελεί για να αποτρέψει παρόντα και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο ο οποίος απειλεί χωρίς δική του υπαιτιότητα το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή συγγενούς του, ανιόντος ή κατιόντος ή αδελφού ή συζύγου του αν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλον από την πράξη είναι κατά το είδος και τη σπου­δαιότητα ανάλογη με τη βλάβη που απειλήθηκε.

2. Οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 25 εφαρμόζονται και εδώ.

Άρθρο 33. -Κωφάλαλοι εγκληματίες.

1. Η πράξη που τέλεσε κωφά­λαλος δεν του καταλογίζεται, αν κριθεί ότι δεν είχε την απαιτούμενη πνευματική ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό.

2. Αν δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της προηγούμενης παραγρά­φου, ο κωφάλαλος τιμωρείται με ελαττωμένη ποινή (άρθρο 83).

Άρθρο 34. -Διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών ή της συνεί­δησης.

Η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν, όταν τη διέπραξε, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό.

Άρθρο 35. -Υπαίτια διατάραξη της συνείδησης.

1. Πράξη που κάποιος αποφάσισε σε κανονική ψυχική κατάσταση, αλλά που για την τέλεσή της έφερε τον εαυτό του σε κατάσταση διαταραγμένης συνείδη­σης του καταλογίζεται σαν να την τέλεσε με δόλο.

2. Αν η πράξη που τέλεσε σε τέτοια κατάσταση είναι άλλη από εκείνη που είχε αποφασίσει, ο υπαίτιος τιμωρείται με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83).

3. Πράξη που ο υπαίτιος πρόβλεψε ή μπορούσε να προβλέψει ότι ενδέ­χεται να τελέσει, αν οδηγηθεί σε κατάσταση διατάραξης της συνείδησης, του καταλογίζεται ως πράξη που τελέστηκε από αμέλεια.

IV. Εγκληματίες ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό

Άρθρο 36. -Ελαττωμένη ικανότητα προς καταλογισμό.

1. Αν εξαι­τίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο34, δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό που απαιτείται κατά το άρθρο αυτό, επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83).

2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση της υπαίτιας μέθης.

Άρθρο 37. -Έκτιση της ποινής σε ιδιαίτερα καταστήματα.

Όταν η κατάσταση των ατόμων που έχουν κατά το άρθρο 36 ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό επιβάλλει ιδιαίτερη μεταχείριση ή μέριμνα, οι στερητικές της ελευθερίας ποινές που τους επιβάλλονται εκτελούνται σε ιδιαίτερα ψυχιατρικό καταστήματα ή παραρτήματα των φυλακών.

Άρθρο 38. -Επικίνδυνοι εγκληματίες με ελαττωμένο καταλογισμό.

1. Αν εκείνος που έχει κατά το άρθρο 36 ελαττωμένη ικανότητα καταλο­γισμού λόγω διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή ο κατά το άρθρο33 παρ.2 κωφάλαλος είναι επικίνδυνος στη δημόσια ασφάλεια και η πράξη που τέλεσε είναι κακούργημα ή πλημμέλημα για το οποίο ο νόμος απειλεί ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη από έξι μήνες, το δικαστήριο τον καταδικάζει σε περιορισμό στα ψυχιατρικό καταστήματα ή παραρτήματα των φυλακών του άρθρου 37.

2. Στην απόφαση καθορίζεται μόνο το ελάχιστο όριο διάρκειας του περιορισμού, το οποίο δεν μπορεί ποτέ να είναι κατώτερο από το μισό του ανώτατου κατά το άρθρο 36 παρ.1 ορίου ποινής για την πράξη που τελέστηκε.

3. Στην ίδια απόφαση το δικαστήριο προσδιορίζει για την περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 40 την ποινή φυλάκισης ή κάθειρξης που πρέπει να εκτιθεί σε αντικατάσταση του περιορισμού' ο προσδιορισμός γίνεται μέσα στα όρια ποινής που καθορίζει ο νόμος για την πράξη που τελέ­στηκε, χωρίς αυτή να ελαττώνεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 36. Πάντως, η ποινή που προσδιορίζεται σύμφωνα με τα παραπάνω δεν μπορεί ποτέ να είναι κατώτερη από το μισό του ανώτατου ορίου ποινής που ορίζει ο νόμος για την πράξη που τελέστηκε. Αν στο νόμο προβλέ­πεται ποινή θανάτου ή ισόβιας κάθειρξης, ως ποινή που πρέπει να εκτιθεί προσδιορίζεται πρόσκαιρη κάθειρξη είκοσι ετών.

Άρθρο 39. -Διάρκεια του περιορισμού στα ψυχιατρικά καταστήμα­τα.

1. Αφού συμπληρωθεί το ελάχιστο όριο που όρισε η απόφαση σύμ­φωνα με το άρθρο 38 παρ.2 και κατόπιν κάθε δύο έτη, εξετάζεται, είτε με αίτηση του κρατουμένου είτε και αυτεπαγγέλτως, αν αυτός μπορεί να απολυθεί Για το θέμα αυτό αποφασίζει, ύστερα από γνωμοδότηση ειδικών εμπειρογνωμόνων, το δικαστήριο των πλημμελειοδικών στην πε­ριφέρεια του οποίου εκτελείται η ποινή.

2. Η απόλυση χορηγείται πάντοτε υπό όρο και μπορεί να ανακληθεί σύμφωνα με τους όρους που ορίζει το άρθρο 107 γίνεται οριστική, αν μέσα σε πέντε έτη δεν ανακληθεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 109.

3. Πάντως, αφού συμπληρωθεί το ελάχιστο όριο που όρισε η απόφαση, ο περιορισμός δεν μπορεί να εξακολουθήσει πέρα από δέκα έτη για τα πλημμελήματα και πέρα από δεκαπέντε έτη για τα κακουργήματα.

Άρθρο 40. -Μετατροπή του περιορισμού σε φυλάκιση ή κάθειρξη.

Το δικαστήριο που προβλέπεται από το προηγούμενο άρθρο μπορεί οποτεδήποτε, με αίτηση του εισαγγελέα και μετά γνωμοδότηση ειδικών εμπειρογνωμόνων, να αποφασίζει την αντικατάσταση του περιορισμού με την ποινή φυλάκισης ή κάθειρξης που προσδιορίστηκε σύμφωνα με την παρ.3 του άρθρου 38, αν κρίνει ότι η παραμονή του καταδίκου στο ψυχιατρικό κατάστημα ή παράρτημα φυλακής δεν είναι αναγκαία. Στην περίπτωση αυτή από τη στερητική της ελευθερίας ποινή που είχε επι­βληθεί αφαιρείται ο χρόνος που διανύθηκε στο ψυχιατρικό κατάστημα ή παράρτημα φυλακής.

Άρθρο 41. -Eγκληματίες καθ' έξη με ελαττωμένο καταλογισμό.

1. Αν αυτός που καταδικάστηκε κατά το άρθρο 38 σε περιορισμό σε ψυ­χιατρικό κατάστημα κριθεί σύμφωνα με τα άρθρα 90 και 91 ως καθ' έξη ή κατ' επάγγελμα εγκληματίας, το ελάχιστο όριο διάρκειας του περιορι­σμού καθορίζεται μέσα στα όρια ποινής του άρθρου 89, χωρίς η ποινή αυτή να ελαττώνεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 36 παρ.1 και το μέγιστο όριο καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 91. Αν η ποινή που προβλέπει ο νόμος για την πράξη που τελέστηκε είναι θάνατος ή ισόβια κάθειρξη, επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη.

2. Το δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε να μετατρέπει κατά τους όρους του προηγούμενου άρθρου τον περιορισμό στην ποινή της αόριστης κάθειρξης που προβλέπουν τα άρθρα 90 και 92.

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Απόπειρα και συμμετοχή

Ι. Απόπειρα

Άρθρο 42. -Έννοια και ποινή της απόπειρας.

1. Όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83).

2. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η κατά την προηγούμενη παράγραφο ελαττωμένη ποινή δεν επαρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, μπορεί να του επιβάλλει την ίδια ποινή με αυτήν που ο νόμος προβλέπει για την ολοκληρωμένη πράξη, εκτός από την ποινή του θανάτου.

3. Το δικαστήριο μπορεί να κρίνει ατιμώρητη την απόπειρα πλημμελήμα­τος για το οποίο ο νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης όχι ανώτερη από τρεις μήνες.

Άρθρο 43. -Απρόσφορη απόπειρα.

1. Όποιος επιχείρησε να εκτε­λέσει κακούργημα ή πλημμέλημα με μέσο ή κατά αντικειμένου τέτοιας φύσης ώστε να αποβαίνει απολύτως αδύνατη η τέλεση των εγκλημάτων αυτών τιμωρείται με την ποινή του άρθρου 83 μειωμένη στο μισό.

2. Όποιος επιχείρησε τέτοια απρόσφορη απόπειρα από ευήθεια παρα­μένει ατιμώρητος.

Άρθρο 44. -Υπαναχώρηση.

1. Η απόπειρα μένει ατιμώρητη, αν ο δράστης άρχισε την ενέργεια για την τέλεση του κακουργήματος ή πλημμελήματος, αλλά δεν την ολοκλήρωσε από δική του βούληση και όχι από εξωτερικό εμπόδια.

2. Αν ο δράστης, αφού ολοκλήρωσε την ενέργειά του, παρεμπόδισε ύστερα με δική του βούληση το αποτέλεσμα που μπορούσε να προέλθει από την ενέργειά του αυτή και που ήταν απαραίτητο για την τέλεση του κακουργήματος ή του πλημμελήματος, τιμωρείται με την ποινή του άρθρου 83 μειωμένη στο μισό. Το δικαστήριο όμως μπορεί, εκτιμώντας ελεύθερα όλες τις περιστάσεις, να κρίνει την απόπειρα ατιμώρητη.

ΙΙ. Συμμετοχή

Άρθρο 45. -Συναυτουργοί.

Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης.

Άρθρο 46. -Ηθικός αυτουργός και άμεσος συνεργός.

1. Με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε"

β) όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης.

2. Όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να τελέσει κάποιο έγκλημα, με μοναδικό σκοπό να τον καταλάβει ενώ αποπειράται να τελέσει το έγκλημα ή ενώ επιχειρεί αξιόποινη προπαρασκευαστική του πράξη και με τη θέληση να τον ανακόψει από την αποπεράτωση του εγκλήματος, τιμωρείται με την ποινή του αυτουργού μειωμένη στο μισό.

Άρθρο 47. -Απλός συνεργός.

1. Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ.1 στοιχ.β' του προηγούμενου άρθρου. παρέσχε με πρόθεση σε μάλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83).

2. Η διάταξη της παρ.2 του άρθρου 42 εφαρμόζεται αναλόγως και εδώ. 3. Ως προς τα πταίσματα, η συνέργεια τιμωρείται μόνο στις περιπτώσεις που ο νόμος το ορίζει ειδικά.

Άρθρο 48. -Γενική διάταξη.

Το αξιόποινο των συμμετόχων κατά τα άρθρα 46 και 47 είναι ανεξάρτητο από το αξιόποινο εκείνου που τέλεσε την πράξη.

Άρθρο 49. -Ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις.

1. Όπου ο νόμος για να είναι μια πράξη αξιόποινη, απαιτεί ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις, αν αυτές υπάρχουν μόνο στο δράστη, τότε αυτοί που είναι συμμέτοχοι κατά το άρθρο 46 παρ. 1 μπορούν να τιμωρηθούν με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83) αν όμως υπάρχουν μόνο σ' αυτούς που είναι συμμέτοχοι κατά τα άρθρα 46 παρ.1 και 47 τότε οι τελευταίοι τιμωρούνται ως αυτουργοί και ο δράστης ως συνεργός.

2. Οι ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλες περιστάσεις που επιτείνουν, μειώνουν ή αποκλείουν την ποινή λαμβάνονται υπόψη μόνο για εκείνον το συμμέτοχο στον οποίο υπάρχουν.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ποινές, μέτρα ασφάλειας, αποζημίωση

Ι. Κύριες ποινές

Άρθρο 50. -[Θανατική ποινή.]

Καταργήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 12β) του ν. 2207/94,

Άρθρο 51. -Ποινές στερητικές της ελευθερίας.

1. Ποινές στερητικές της ελευθερίας είναι η κάθειρξη, η φυλάκιση, ο περιορισμός σε σωφρο­νιστικό κατάστημα, ο περιορισμός σε ψυχιατρικό κατάστημα και η κρά­τηση.

2. Για τις πρόσκαιρες ποινές στερητικές της ελευθερίας, η ημέρα υπο­λογίζεται σε 24 ώρες, η εβδομάδα σε επτά ημέρες, ο μήνας και το έτος σύμφωνα με το ημερολόγιο που ισχύει.

3. Ο χρόνος της ποινής επιμετράται πάντοτε σε πλήρεις ημέρες, εβδο­μάδες, μήνες και έτη.

Άρθρο 52. -Κάθειρξη.

1. Η ποινή της κάθειρξης είναι ισόβια ή πρόσκαιρη και εκτελείται σε καταστήματα ή τμήματα καταστημάτων που προορίζονται αποκλειστικά γι' αυτήν.

2. Όταν ο νόμος δεν ορίζει ρητά ότι η επιβαλλόμενη κάθειρξη είναι ισόβια,

αυτή είναι πρόσκαιρη.

3. Η διάρκεια της πρόσκαιρης κάθειρξης δεν υπερβαίνει τα είκοσι έτη ούτε είναι μικρότερη από πέντε έτη, με την επιφύλαξη των ορισμών του άρθρου 91 για την αόριστη κάθειρξη.

Άρθρο 53. -Φυλάκιση.

Η διάρκεια της φυλάκισης δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, ούτε είναι μικρότερη από δέκα ημέρες.

Άρθρο 54. -Περιορισμός σε σωφρονιστικό κατάστημα.

Τα όρια διάρκειας του περιορισμού των εφήβων σε σωφρονιστικό κατάστημα (άρθρο 127) είναι το ελάχιστο πέντε έτη και το μέγιστο είκοσι, αν για την πράξη που τελέστηκε ο νόμος απειλεί ποινή στερητική της ελευθε­ρίας ανώτερης από δέκα έτη ή θανατική ποινή σε κάθε άλλη περίπτωση το ελάχιστο όριο διάρκειας είναι έξι μήνες και το μέγιστο δέκα έτη.

Άρθρο 55. -Κράτηση.

Η διάρκεια της κράτησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα μήνα ούτε να είναι συντομότερη από μία ημέρα, αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις. Εκτελείται σε ιδιαί­τερα τμήματα των φυλακών ή, αν τέτοια δεν υπάρχουν, στα αστυνομικά κρατητήρια.

Άρθρο 56. -Τρόπος εκτέλεσης ποινών και μέτρων ασφάλειας.

Με ιδιαίτερους νόμους κανονίζεται ο τρόπος της εκτέλεσης των ποινών, που

προβλέπουν τα άρθρα 38 και 51-55 καθώς επίσης και των μέτρων ασφάλειας που προβλέπουν τα άρθρα 69-72.

Άρθρο 57. -Χρηματικές ποινές.

Αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις, η χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι κατώτερη από πενήντα χιλιάδες (50.000) δραχμές ούτε ανώτερη από πέντε εκατομμύρια

(5.000.000) δραχμές και το πρόστιμο δεν μπορεί να είναι κατώτερο από

δέκα χιλιάδες (10.000) δραχμές ούτε ανώτερο από δέκα διακόσιες χι­λιάδες (200.000) δραχμές.

Άρθρο 58. -Απόσβεση των ποινών σε χρήμα.

Με το θάνατο του καταδικασμένου διαγράφονται οι χρηματικές ποινές και τα πρόστιμα' σε καμιά περίπτωση δεν εκτελούνται εναντίον των κληρονόμων του.

ΙΙ. Παρεπόμενες ποινές

Άρθρο 59. -Αυτοδίκαιη αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων.

1. Η καταδίκη σε θανατική ποινή ή σε ισόβια κάθειρξη συνεπάγεται αυτοδικαίως τη διαρκή αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του κα­ταδικασμένου.

2. Η καταδίκη σε κάθειρξη αόριστης διάρκειας σύμφωνα με το άρθρο 90 και επ. συνεπάγεται αυτοδικαίως τη δεκαετή αποστέρηση των πολι­τικών δικαιωμάτων.

Άρθρο 60. -Αποστέρηση σε περίπτωση καταδίκης σε πρόσκαιρη κάθειρξη.

Στις καταδίκες σε πρόσκαιρη κάθειρξη επιβάλλεται και πρό­σκαιρη αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για δύο έως δέκα έτη.

Άρθρο 61. -Αποστέρηση σε περίπτωση καταδίκης σε φυλάκιση.

Όταν ο δράστης καταδικάζεται σε φυλάκιση, με εξαίρεση τις περιπτώσεις

που προβλέπει ειδικά ο νόμος, επιβάλλεται και αποστέρηση των πολιτι­κών δικαιωμάτων για ένα έως πέντε έτη, αν: α) η ποινή που επιβλήθηκε είναι τουλάχιστον ενός έτους και β) η πράξη που έχει τελεσθεί, φανε­ρώνει από τα αίτια, το είδος, τον τρόπο εκτέλεσής της και όλες τις άλλες περιστάσεις ηθική διαστροφή του χαρακτήρα του δράστη.

Άρθρο 62. -Αποστέρηση σε περίπτωση καταδίκης σε περιορισμό σε ψυχιατρικό κατάστημα.

Όταν ο δράστης καταδικάζεται σε περιορισμό σε ψυχιατρικό κατάστημα βάσει του άρθρου 38, αν η πράξη είναι κα­κούργημα, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 60' αν η πράξη είναι πλημμέλημα, οι διατάξεις των άρθρων 61 και 64.

Άρθρο 63. -Αποτέλεσμα της Αποστέρησης.

Η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων έχει ως συνέπεια ότι εκείνος που καταδικάστηκε: 1) χάνει οριστικό τα αιρετό δημόσια, δημοτικό ή κοινοτικά αξιώματά του, τις δημόσιες, δημοτικές ή κοινοτικές θέσεις που κατείχε, κάθε βαθμό του στο στρατό, την ιδιότητα του δικηγόρου, καθώς επίσης και τις επίτιμες θέσεις και τα παράσημα' 2) δεν μπορεί να αποκτήσει τα παραπά­νω, είτε διαρκώς, στην περίπτωση της παρ.1 του άρθρου 59, είτε κατά το χρόνο που ορίζει ο νόμος ή η απόφαση, στην περίπτωση της παρ.2 του άρθρου 59 και στις περιπτώσεις των άρθρων 60, 61 και 62' 3) δεν μπορεί, κατά τη διάκριση του προηγούμενου άρθρου: α) να ψηφίζει και να εκλέγεται στις πολιτικές, δημοτικές ή κοινοτικές εκλογές' β) να απο­τελεί μέλος των ορκωτών δικαστηρίων και να διορίζεται πραγματογνώ­μονας από οποιαδήποτε δημόσια αρχή.

Άρθρο 64. -Μερική αποστέρηση σε περίπτωση φυλάκισης.

Σε. περίπτωση φυλάκισης το δικαστήριο μπορεί εφόσον υπάρχουν οι όροι του άρθρου 61, να επιβάλει μερική αποστέρηση ορισμένων από τα δι­καιώματα που αναφέρονται στο άρθρο 63, αν από το είδος της πράξης και τις λοιπές περιστάσεις αποκλείεται το ενδεχόμενο να γίνει κατάχρηση των δικαιωμάτων που διατηρούνται.

Άρθρο 65. -Υπολογισμός του χρόνου της αποστέρησης.

1. Το αποτέλεσμα της ολικής ή μερικής αποστέρησης των πολιτικών δικαιω­μάτων αρχίζει μόλις η απόφαση γίνει αμετάκλητη' η διάρκειά της υπο­λογίζεται από την επομένη της ημέρας κατά την οποία συμπληρώθηκε η έκτιση ή παραγράφηκε ή χαρίστηκε η στερητική της ελευθερίας ποινή, μαζί με την οποία είχε επιβληθεί η αποστέρηση.

2. Στην περίπτωση του άρθρου 105 παρ.1 και 2, η διάρκεια υπολογίζεται από την επόμενη της προσωρινής απόλυσης από τις φυλακές" στις πε­ριπτώσεις των άρθρων 71 και 72 από την επόμενη της απόλυσης του καταδίκου από το κατάστημα στο οποίο βρισκόταν.

Άρθρο 66. -Αποκατάσταση.

1. Όποιος αποστερήθηκε τα πολιτικά δικαιώματα μπορεί με αίτησή του να αποκατασταθεί σ' αυτά από το δικαστήριο. Η αποκατάσταση, όταν η καταδίκη αφορά κάθειρξη ή θανα­τική ποινή που μετατράπηκε σε ποινή στερητική της ελευθερίας, μπορεί να γίνει μετά πέντε έτη" όταν αφορά φυλάκιση, μετά τρία έτη από τότε που εκτίθηκε, χαρίστηκε ή παραγράφηκε η ποινή ή, στις περιπτώσεις των άρθρων 71 και 72, από τότε που εκτίθηκε ή παραγράφηκε το μέτρο ασφάλειας. Για να χορηγηθεί η αποκατάσταση πρέπει να βεβαιωθεί ότι στο διάστημα αυτό ο αιτών έζησε έντιμη ζωή και εκπλήρωσε όσο μπο­ρούσε τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από το έγκλημα και βεβαιώθηκαν δικαστικά. Αν η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων που προβλέπει το άρθρο 11 παρ.1 επιβλήθηκε μετά την έκτιση ή την άφεση λόγω χάρης ή την παραγραφή της ποινής, η αποκατάσταση μπορεί να γίνει μετά τρία έτη από την ημέρα που έγινε αμετάκλητη η απόφαση του πλημμελειοδι­κείου η οποία είχε απαγγείλει την αποστέρηση.

2. Στην περίπτωση καταδίκης σε περιορισμό σε ψυχιατρικό κατάστημα η αποκατάσταση που προβλέπει η παρ.1 μπορεί να χορηγηθεί μετά πέντε έτη, αν η πράξη είναι κακούργημα και μετά τρία έτη αν η πράξη είναι πλημμέλημα.

3. Αν η αίτηση για αποκατάσταση απορριφθεί, δεν μπορεί να επαναληφθεί πριν περάσουν δύο έτη. 4. Η διαδικασία με την οποία χορηγείται η αποκατάσταση ρυθμίζεται στην ποινική δικονομία.

Άρθρο 67. -Απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος.

1. Αν ο υπαίτιος διέπραξε κακούργημα ή πλημμέλημα με βαριά παράβαση των καθηκό­ντων του επαγγέλματός του, για την άσκηση του οποίου απαιτείται ειδική άδεια της αρχής, και εφόσον του επιβλήθηκε ποινή στερητική της ελευ­θερίας τουλάχιστον τριών μηνών, το δικαστήριο μπορεί να απαγγείλει και ανικανότητα για άσκηση του επαγγέλματος αυτού για χρονικό διά­στημα ενός μέχρι πέντε ετών. Η ανικανότητά αυτή συνεπάγεται την οριστική ανάκληση της άδειας που είχε δοθεί

2. Η διάταξη του άρθρου 65 εφαρμόζεται και σ' αυτή την περίπτωση.

Άρθρο 68. -Δημοσίευση της καταδικαστικής απόφασης.

1. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη δημοσίευση της καταδικαστικής από­φασης, αν το επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον.

2. Στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος μπορεί να διαταχθεί η δημοσίευση της καταδικαστικής απόφασης ύστερα από αίτηση του παθόντος, και της αθωωτικής ύστερα από αίτηση εκείνου που αθωώθηκε, αν το δικα­στήριο κρίνει ότι ο αιτών έχει νόμιμο συμφέρον.

3. Στην ίδια απόφαση ορίζεται ο τρόπος της δημοσίευσης και η υπο­χρέωση καταβολής της δαπάνης γι' αυτήν.

ΙΙΙ. Μέτρα ασφαλείας

Άρθρο 69. -Φύλαξη ακαταλόγιστων εγκληματιών.

Αν κάποιος, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών του (άρθρο 34) ή κωφαλαλίας (άρθρο 33 παρ.1), απαλλάχθηκε από την ποινή ή τη δίωξη για κακούργημα ή πλημμέλημα, για το οποίο ο νόμος απειλεί ποινή ανώτερη από έξι μήνες, το δικαστήριο διατάσσει τη φύλαξή του σε δημόσιο θεραπευτικό κατάστημα εφόσον κρίνει ότι είναι επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια.

Άρθρο 70. -Διάρκεια της φύλαξης.

1. Για να εκτελεσθεί η διάταξη της απόφασης που αφορά τη φύλαξη φροντίζει η εισαγγελική αρχή. 2. Η φύλαξη συνεχίζεται όσο χρόνο επιβάλλει η δημόσια ασφάλεια.

3. κάθε τρία έτη το δικαστήριο των πλημμελειοδικών στην περιφέρεια του οποίου εκτελείται η φύλαξη αποφασίζει αν αυτή πρέπει να εξακο­λουθήσει. Το ίδιο δικαστήριο μπορεί όμως οποτεδήποτε με αίτηση του εισαγγελέα ή της διεύθυνσης του καταστήματος να διατάξει την απόλυση εκείνου που φυλάσσεται

Άρθρο 71. -Εισαγωγή αλκοολικών και τοξικομανών σε θεραπευτικό κατάστημα. 1. Αν κάποιος καταδικαστεί α) για κακούργημα ή πλημμέλημα που ο νόμος το τιμωρεί με ποινή φυλάκισης πάνω από έξι μήνες και που μπορεί ν' αποδοθεί σε Kατόχρηaf'1 οινοπνευματωδών ποτών ή άλλων ναρκωτικών μέσων, ή β) για έγκλημα σε κατάσταση υπαίτιας μέθης, κατά το άρθρο 193, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την εισαγωγή του σε ειδικό θεραπευτικό κατάστημα, αν πρόκειται για πρόσωπο που κάνει καθ' έξη κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών ή άλλων ναρκωτικών μέσων.

2. Η εισαγωγή στο θεραπευτικό κατάστημα επακολουθεί την έκτιση της ποινής και η παραμονή σ' αυτό διαρκεί όσο χρόνο απαιτεί ο σκοπός της, ποτέ όμως περισσότερο από μία διετία. Την απόλυση πριν από την διετία την αποφασίζει το δικαστήριο των πλημμελειοδικών στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το κατάστημα με πρόταση της διεύθυνσής του.

Άρθρο 72. -Παραπομπή σε κατάστημα εργασίας.

1. Αν η πράξη, για την οποία κάποιος κηρύχθηκε ένοχος και του επιβλήθηκε φυλάκιση,.

μπορεί να αποδοθεί στη φυγοπονία του ή στη ροπή του για άτακτη ζωή, ΤΟ δικαστήριο μπορεί στις περιπτώσεις που ο νόμος ειδικό καθορίζει, να διατάξει, εκτός από την ποινή που του επιβλήθηκε, και την παραπομπή του σε επανορθωτικό κατάστημα εργασίας.

2. Η εισαγωγή στο κατάστημα εργασίας επακολουθεί την έκτιση της ποινής. Η διάρκεια της παραμονής σ' αυτό δεν μπορεί να είναι κατώτερη από ένα έτος ούτε ανώτερη από πέντε έτη.

3. Αφού συμπληρωθεί το ελάχιστο όριο και ακολούθως κάθε έτος το δικαστήριο των πλημμελειοδικών στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ΤΟ κατάστημα αποφασίζει με αίτηση της διεύθυνσής του ή του εισαγγελέα

αν ο κρατούμενος πρέπει να απολυθεί

4. Αν αυτός που καταδικάστηκε είναι υπότροπος, η παραπομπή του σε επανορθωτικό κατάστημα εργασίας είναι υποχρεωτική.

Άρθρο 73. -Απαγόρευση διαμονής.

1. Αν το δικαστήριο, εκτιμώντας το είδος της πράξης που τέλεσε ο καταδικασμένος ή την προσωπικότητά του και τις άλλες περιστάσεις, κρίνει ότι η διαμονή του σε ορισμένους τόπους προκαλεί συγκεκριμένο κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, και αν η ποινή που του επιβλήθηκε είναι κάθειρξη ή φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, αλλά για τη φυλάκιση μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικό ο νόμος, το δικαστήριο αυτό μπορεί να καθορίσει τους τόπους στους οποίους η αστυνομική αρχή μπορεί, κατά την παρ.2, να απαγορεύσει τη διαμονή του για πέντε κατ' ανώτατο όριο έτη, τα οποία αρχίζουν από την ημέρα που η ποινή εκτίθηκε, παραγράφηκε ή χαρίστηκε.

2. Με βάση αυτή την απόφαση η αστυνομική αρχή έχει δικαίωμα, μετά γνωμοδότηση της διεύθυνσης της φυλακής, να απαγορεύσει στον κατα­δικασμένο να διαμένει για όσο χρόνο ορίζεται στην απόφαση σε όλους τους τόπους που αυτή ορίζει ή σε μερικούς μόνο από αυτούς, κατά το χρονικό διάστημα που ορίζεται στην απόφαση.

3. Σε περίπτωση δεύτερης και κάθε άλλης νεότερης καταδίκης για ο­ποιαδήποτε αξιόποινη πράξη κλοπής, απάτης, πλαστογραφίας, εκβια­σμού, μαστροπείας, σωματεμπορίας, εκμετάλλευσης πόρνης, παράβα­σης των διατάξεων για τα ναρκωτικά, λαθρεμπορίου, προστασίας του εθνικού νομίσματος και των αρχαιοτήτων, καθώς και στις περιπτώσεις της παρ.1 αυτού του άρθρου, το δικαστήριο επιβάλλει στον καταδικα­σμένο την υποχρέωση μέσα σε δέκα ημέρες από την έκτιση της ποινής του ή την απόλυσή του με οποιονδήποτε τρόπο, να δηλώσει στην αστυ­νομική αρχή του τόπου της διαμονής του τη διεύθυνση της κατοικίας του και, επί μία τριετία, να γνωστοποιεί κάθε μεταβολή της στην ίδια αρχή. Η διάταξη του άρθρου 182 εφαρμόζεται και σ' αυτή την περίπτωση.

Άρθρο 74. -Απέλαση αλλοδαπού.

1. Αν αυτός που καταδικάσθηκε σε κάθειρξη ή φυλάκιση είναι αλλοδαπός, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την απέλασή του από τη χώρα. Η απέλαση εκτελείται αμέσως μετά την έκτιση της ποινής ή την υπό όρο απόλυσή του από τις φυλακές. Το ίδιο ισχύει και όταν η απέλαση διατάχθηκε από το δικαστήριο ως παρεπόμενη ποινή.

2. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να διατάξει την απέλαση από τη χώρα κάθε αλλοδαπού στον οποίο επιβλήθηκε μέτρο ασφάλειας των άρθρων 69, 71 και 72. Σ' αυτή την περίπτωση, η απέλαση μπορεί να διαταχθεί, σε αντικατάσταση αυτών των μέτρων.

3. Οι αλλοδαποί που απελάθηκαν με αυτόν τον τρόπο μπορούν να επι­στρέφουν στη χώρα με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης αφού πε­ράσει μία τριετία από την απέλαση και για ορισμένο χρονικό διάστημα το οποίο δύναται να παρατείνεται. (Όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20 παρ. 3 του ν 2331/95.)

Άρθρο 75. -Παραγραφή μέτρων ασφάλειας.

1. Αν από τότε που έγινε αμετάκλητη η απόφαση με την οποία επιβλήθηκε μέτρο ασφάλειας των άρθρων 69, 71, 72 και 74, περάσει τριετία χωρίς να έχει αρχίσει η εκτέλεση του μέτρου, αυτό δεν μπορεί πια να εκτελεστεί, εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.

2. Την εκτέλεση του μέτρου ασφάλειας κατά την προηγούμενη παρά­γραφο το δικαστήριο μπορεί να τη διατάξει μόνο, αν ο σκοπός του μέτρου επιβάλλει ακόμη και τότε την εφαρμογή του.

3. Στην προθεσμία των τριών ετών δεν υπολογίζεται ο χρόνος κατά τον οποίο αυτός που υποβλήθηκε σε μέτρο ασφάλειας εκτίει ποινή στερητική της ελευθερίας ή άλλο μέτρο ασφάλειας στερητικό της ελευθερίας.

Άρθρο 76. -Δήμευση.

1. Αντικείμενα που είναι προϊόντα κακουρ­γήματος ή πλημμελήματος το οποίο πηγάζει από δόλο, καθώς και το τίμημά τους, και όσα αποκτήθηκαν με αυτό, επίσης και αντικείμενα που χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την εκτέλεση τέτοιας πράξης μπορούν να δημευθούν αν αυτό ανήκουν στον αυτουργό ή σε κάποιον από τους συμμετόχους. Για άλλες αξιόποινες πράξεις, το μέτρο αυτό μπορεί να ληφθεί μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικό ο νόμος.

2. Αν από τα ανωτέρω αντικείμενα προκύπτει κίνδυνος της δημόσιας Τάξης, η δήμευσή τους επιβάλλεται υποχρεωτικό σε όποιον τα κατέχει, έστω και χωρίς την καταδίκη ορισμένου προσώπου για την πράξη που τελέστηκε. Η δήμευση εκτελείται και κατά των κληρονόμων, αν η από­φαση έγινε αμετάκλητη ενόσω ζούσε εκείνος κατά του οποίου απαγγέλ­θηκε η δήμευση. Αν δεν προηγήθηκε καταδίκη ορισμένου προσώπου ή δεν μπορούσε να γίνει δίωξη, τη δήμευση διατάσσει είτε το δικαστήριο που δίκασε την υπόθεση είτε το δικαστήριο πλημμελειοδικών, με πρόταση του εισαγγελέα.

3. Σε κάθε περίπτωση δήμευσης, το δικαστήριο αποφασίζει αν αυτό που δημεύθηκαν πρέπει να καταστραφούν.

IV. Αποζημίωση

Άρθρο 77. -Προτίμηση πληρωμής.

Αν κάποιος καταδικάστηκε σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο και συγχρόνως σε αποζημίωση του θύματος, αλλά η περιουσία του δεν είναι αρκετή για να εκπληρώσει και τις δύο αυτές υποχρεώσεις, προτιμάται η πληρωμή της αποζημίωσης.

Άρθρο 78. -Υπόχρεοι σε πληρωμή.

Όσοι καταδικάστηκαν ως αυ­τουργοί ή συμμέτοχοι για την ίδια πράξη είναι εις ολόκληρον υποχρεω­μένοι να πληρώσουν την αποζημίωση.

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Επιμέτρηση της ποινής

Ι. Γενικοί κανόνες

Άρθρο 79. -Δικαστική επιμέτρηση της ποινής.

1. κατά την επιμέ­τρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία.

2. Για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος το δικαστήριο απο­βλέπει: α) στη βλάβη που προξένησε το έγκλημα ή τον κίνδυνο που προκάλεσε' β) στη φύση, στο είδος και το αντικείμενο του εγκλήματος, καθώς επίσης σε όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευαν την προπαρασκευή ή την εκτέλεσή του' Υ) στην ένταση του δόλου ή στο βαθμό της αμέλειας του υπαιτίου.

3. κατά την εκτίμηση της προσωπικότητας του εγκληματία το δικαστήριο σταθμίζει ιδίως το βαθμό της εγκληματικής διάθεσης που εκδήλωσε ο υπαίτιος κατά την πράξη. Για να τον διαγνώσει με ακρίβεια εξετάζει: α) τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος, την αφορμή που του δόθηκε και το σκοπό που επιδίωξε' β) το χαρακτήρα του και το βαθμό της ανάπτυξής του' γ) τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή του' δ) τη διαγωγή του κατά τη διάρκεια της πράξης και μετά την πράξη ιδίως τη μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του.

4. Στην απόφαση αναφέρονται ρητό οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε.

Άρθρο 80. -Επιμέτρηση των ποινών σε χρήμα.

1. κατά την επιμέ­τρηση της χρηματικής ποινής και του προστίμου λαμβάνονται υπόψη και οι οικονομικοί όροι τόσο εκείνου που καταδικάστηκε όσο και των μελών της οικογένειάς του τα οποία συντηρεί

2. Στις περιπτώσεις που ο νόμος απειλεί διαζευκτικό είτε ποινή στερητική'

της ελευθερίας είτε χρηματική ποινή ή πρόστιμο, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει και τις δύο ποινές, αν κρίνει ότι μόνο η μία από τις δύο δεν αρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων.

Άρθρο 81. -Έγκλημα από φιλοκέρδεια.

1. Όταν το έγκλημα πήγασε από αίτια απόκτησης κέρδους, το δικαστήριο μπορεί, μαζί με τη στερη­τική της ελευθερίας ποινή, να επιβάλει και χρηματική ποινή ή πρόστιμο, έστω και αν ο νόμος δεν προβλέπει ποινή σε χρήμα για το έγκλημα που τελέστηκε.

2. Στις περιπτώσεις που ο νόμος προβλέπει για το έγκλημα μόνο χρη­ματική ποινή ή πρόστιμο, το δικαστήριο, αν συντρέχουν τα αίτια τηςπαρ.1, μπορεί να επιβάλει τέτοια ποινή αυξημένη έως το τριπλάσιο του ανώτατου ορίου της το οποίο προβλέπεται γι' αυτό το έγκλημα.

Άρθρο 82. -Μετατροπή των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών.

1. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή, που δεν υπερβαίνει το έτος, μετατρέπεται σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο, εκτός αν το δικαστήριο με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του κρίνει ότι απαιτείται η μη μετα­τροπή της, για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων.

2. Το δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής φυλακίσεως, που είναι μεγαλύτερη από το έτος και δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, αποφασίζει συγχρόνως με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του τη μετατροπή της ή μη σε χρηματική ποινή, αν κρίνει ότι η ποινή αυτή αρκεί για να αποτρέψει ΤΟ δράστη από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Σε ποινές φυλά­κισης άνω των δύο ετών, αν έχει εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο το ήμισυ της ποινής και το προς έκτιση υπόλοιπο δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το τριμελές πλημμελειοδικείο του τόπου κράτησης ύστερα από αίτηση του καταδίκου μετατρέπει τούτο σε χρηματική ποινή, εκτός αν με ειδική αιτιολογία κρίνει από την εν γένει συμπεριφορά του καταδίκου κατά το χρόνο έκτισης της ποινής ότι η χρηματική ποινή δεν αρκεί για να απο­τραπεί ο κατάδικος από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Κατά της αποφάσεως ο κατάδικος μπορεί να ασκήσει έφεση. Κατά τα λοιπό εφαρμόζεται η παράγραφος 5 του παρόντος. (Όπως αντικαταστάθηκαν τα εδάφια β' και τα επόμενά του, της παρ.2, με το άρθρο 1 παρ.1α) του ν 2207/94.)

3. Το ποσό της μετατροπής καθορίζεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφα­ση, αφού ληφθεί υπόψη η οικονομική κατάσταση του καταδικασμένου. Κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό χιλίων έως είκοσι χιλιάδων δραχμών και κάθε ημέρα κράτησης σε ποσό πεντακοσίων έως πέντε χιλιάδων δραχμών. Αν ο καταδικασμένος αδυνατεί λόγω της οικονομικής του κατάστασης να καταβάλει το κατώτατο όριο της μετατροπής και το έγκλημα δεν οφείλεται σε φιλοκέρδεια, το δικαστήριο μπορεί, με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του, να μειώσει το ποσό της μετατροπής μέχρι του ενός τρίτου του κατώτατου ορίου.

4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών μπορεί να αυξομειώνονται τα προβλεπόμενα στην παρ.3 ποσά μετατροπής των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών.

5. Σε περίπτωση μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο, η αρχική ποινή εκτελείται, μέχρι να κατα­βληθεί στο δημόσιο ταμείο ολόκληρο το ποσό της μετατροπής. Δικαιού­ται όμως ο κατάδικος μετά την πραγματική έκτιση του 1/4 της αρχικής ποινής να ζητήσει την καταβολή του υπολοίπου της μετατροπής εντός δύο ετών από την απόλυσή του. Η ρύθμιση γίνεται με διάταξη του εισαγ­γελέα πλημμελειοδικών του τόπου κρατήσεως, η οποία αναστέλλει την εκτέλεση της ποινής. Αν το ποσό της μετατροπής δεν καταβληθεί εντός της παραπάνω προθεσμίας, η χορηγηθείσα αναστολή ανακαλείται με όμοια διάταξη και διατάσσεται η εκτέλεση της ποινής. Οι παραπάνω διατάξεις ανακοινώνονται και στον εισαγγελέα εκτελέσεως της ποινής. Δεύτερη αίτηση για ρύθμιση καταβολής του υπολοίπου της μετατροπής της ίδιας ποινής είναι απαράδεκτη.

6. Ποινή φυλακίσεως, που είναι μεγαλύτερη από ένα μήνα αλλά δεν υπερβαίνει το έτος, μπορεί να μετατραπεί σε παροχή κοινωφελούς ερ­γασίας μόνο αν το ζητεί ή το αποδέχεται ο καταδικασμένο ς και το δικαστήριο κρίνει ότι η εργασία αυτή είναι εφικτή και χρήσιμη για το συγκεκριμένο δράστη.

7. Αν το δικαστήριο αποφασίσει τη μετατροπή της ποινής φυλακίσεως σε παροχή κοινωφελούς εργασίας κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, καθορίζει συγχρόνως στην απόφασή του και τον αριθμό των ωρών, κοινωφελούς εργασίας, που αντιστοιχούν σε κάθε ημέρα φυλακί­σεως. Κάθε ημέρα φυλακίσεως μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας τεσσάρων ωρών, το δικαστήριο όμως, λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές συνθήκες του καταδικασμένου, μπορεί να περιορίσει την κοινωφελή εργασία μέχρι δύο ή να την αυξήσει έως έξι ώρες για κάθε ημέρα ποινής φυλακίσεως. Ο εισαγγελέας εκτελέσεως της ποινής ορίζει αμέσως, ευθύς ως καταστεί εκτελεστή η ποινή, με διάταξή του την υπη­ρεσία, τον οργανισμό ή το πρόσωπο, προς το οποίο θα παρασχεθεί η κοινωφελής εργασία και το χρόνο παροχής της. Ο χρόνος αυτός ορίζεται εντός διαστήματος που αρχίζει από την επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία γίνεται εκτελεστή η απόφαση και λήγει σε χρόνο που δεν μπορεί να υπερβεί το τριπλάσιο της διάρκειας της ποινής που του επιβλήθηκε.

8. Η κοινωφελής εργασία παρέχεται χωρίς αμοιβή σε υπηρεσίες του κράτους, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των νομικών προσώ­πων του δημοσίου τομέα ή σε μη κερδοσκοπικά κοινωφελή νομικά πρό­σωπα ιδιωτικού δικαίου ή και άλλα, τα οποία ορίζονται με την υπουργική απόφαση του τελευταίου εδαφίου. Μπορεί επίσης να αφορά και σε παροχή υπηρεσιών προς τον παθόντα, αν κατέστη ανάπηρος και συμ­φωνούν ο καταδικασμένο ς και ο παθών. Την εκτέλεση της κοινωφελούς εργασίας επιβλέπει επιμελητής κοινωνικής αρωγής, εκτός αν το δικα­στήριο διατάξει διαφορετικά. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και των τυχόν άλλων συναρμόδιων υπουργών καθορίζονται η οργάνωση της παροχής κοινωφελούς εργασίας, η διαδικασία επιλογής, ανάθεσης και επίβλεψης της σχετικής εργασίας και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. 9. Αν η εργασία δεν παρέχεται υπαιτίως στον προσδιορισμένο από την υπηρεσία χρόνο ή παρέχεται πλημμελώς, παύει να ισχύει η μετατροπή

σε παροχή κοινωφελούς εργασίας και το υπόλοιπο της ποινής εκτίεται Το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση μπορεί σ' αυτήν την περίπτωση μετά από αίτηση του καταδικασθέντα, να μετατρέψει την ποινή σε χρη­ματική.

Σε κάθε περίπτωση παράβασης ο επιμελητής κοινωνικής αρωγής ενημε­ρώνει σχετικώς με έγγραφό του τον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος μπορεί να ερευνά και αυτεπαγγέλτως κάθε φορά αν η εργασία εκτελείται

Αν ο εισαγγελέας μετ' ακρόαση του καταδικασμένου διαπιστώσει ότι η παράβαση των υποχρεώσεων οφείλεται σε υπαιτιότητά του, διατάσσει την εκτέλεση της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής. Κατά της διατά­ξεως του εισαγγελέα επιτρέπεται προσφυγή στον καταδικασμένο εντός δέκα ημερών από της εκτελέσεώς της, με δήλωσή του στο γραμματέα της εισαγγελίας του τόπου παροχής της εργασίας ή στο διευθυντή των φυλακών, ο οποίος τη διαβιβάζει αμέσως στον αρμόδιο εισαγγελέα. Η προσφυγή απευθύνεται στο τριμελές πλημμελειοδικείο του τόπου παρο­χής της εργασίας, δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, είναι απαράδεκτη, εάν ο προσφεύγων δεν υποβληθεί σε εκτέλεση της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής και εισάγεται για συζήτηση κατά τη πρώτη μετά την υποβολή της δικάσιμο κατά την οποία προσάγεται ο προσφεύγων χωρίς κλήτευση. Αναβολή της συζητήσεως επιτρέπεται μόνο μία φορά σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 349 ΚΠΔ σε ρητή δικάσιμο χωρίς κλήτευση του προσφεύγοντος. Σε περίπτωση αναβολής το δικαστήριο μπορεί να διατάξει αναστολή εκτελέσεως της διατάξεως του εισαγγελέα μέχρι να εκδοθεί απόφαση για την προσφυγή. Αν ο προσφεύγων δεν εμφανισθεί, η προσφυγή απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο αποφαίνεται αμετάκλητα, επιτρέπεται όμως αίτηση ακυρώ­σεως για μία φορά, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων του άρ­θρου 341 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

10. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή, που μετατράπηκε σε χρηματική ή πρόστιμο ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, διατηρεί το χαρακτήρα της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής και μετά τη μερική ή ολική απότιση της κατά μετατροπή ποινής. Αποκλείεται όμως η συγχώνευση ποινής που μετατράπηκε και αποτίθηκε, είτε με την καταβολή ποσού της μετατροπής είτε με παροχή κοινωφελούς εργασίας, με ποινή περιοριστι­κή της ελευθερίας, που δεν υπόκειται σε μετατροπή ή δεν μετατράπηκε. 11. Η μετατροπή κατά τις προηγούμενες παραγράφους αποκλείεται στις περιπτώσεις καταδίκης για έγκλημα εμπορίας ναρκωτικών ή για έγκλημα που προβλέπεται από τις διατάξεις του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα. Διατάξεις του Ποινικού Κώδικα ή ειδικών ποινικών νόμων, που αποκλείουν ή ρυθμίζουν με άλλο τρόπο τη μετατροπή των στερητικών της ελευθερίας ποινών σε χρηματικές ή πρόστιμα ή καθορίζουν άλλως την έννοια της μετατροπής καταργούνται με την επιφύλαξη του προηγούμενου εδαφίου. (Όπως αντικαταστάθηκε η παρ.11 με το άρθρο 1 παρ,1β) του ν 2207/94,)

Άρθρο 83. -Λόγοι μείωσης της ποινής.

Όπου στο γενικό μέρος προβλέπεται ποινή ελαττωμένη χωρίς κανένα άλλο προσδιορισμό, η ποινή που πρέπει να επιβληθεί επιμετρείται ως εξής: α) Αντί για την ποινή του θανάτου ή της ισόβιας κάθειρξης επιβάλλεται πρόσκαιρη κά­θειρξη τουλάχιστον δέκα ετών' β) αντί για την ποινή της κάθειρξης πάνω από δέκα ετών επιβάλλεται κάθειρξη έως δώδεκα ετών ή φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών' γ) αντί για την ποινή της κάθειρξης έως δέκα ετών επιβάλλεται κάθειρξη έως έξι ετών ή φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους' δ) σε κάθε άλλη περίπτωση, ο δικαστής μειώνει την ποινή ελεύθε­ρα έως το ελάχιστο όριο του είδους της ποινής' ε) αν ο νόμος προβλέπει αθροιστικά ποινή στερητική της ελευθερίας και ποινή χρηματική, μπορεί να επιβληθεί και μόνο αυτή η τελευταία.

Άρθρο 84. -Ελαφρυντικές περιστάσεις.

1. Η ποινή μειώνεται επίσης κατά το μέτρο που προβλέπει το προηγούμενο άρθρο και στις περιπτώ­σεις που το δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις, 2. Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως: α) το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή' β) το ότι στην πράξη του ωθήθη­κε από όχι ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης' γ) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του πα­θόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη' δ) το ότι έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του και ε) το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του.

Άρθρο 85. -Συρροή λόγων μείωσης της ποινής.

Όταν συντρέχουν περισσότεροι από ένας λόγοι για τη μείωση της ποινής κατά το άρθρο 83 ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελα­φρυντικές περιστάσεις (άρθρο 84), εφαρμόζεται μόνο μία φορά η μείωση της ποινής σύμφωνα με το μέτρο που προβλέπει το άρθρο 83' στην επιμέτρηση της ποινής λαμβάνονται υπόψη όλοι οι πιο πάνω λόγοι και ελαφρυντικές περιστάσεις,

Άρθρο 86. -[Επιβολή θανατικής ποινής.]

Καταργήθηκε με το άρθρο 1 παρ,12β) του ν 2207/94.

Άρθρο 87. -Υπολογισμός του χρόνου προσωρινής κράτησης.

1. Όταν επιβάλλεται στερητική της ελευθερίας ποινή και αφού οριστεί η διάρκεια της, αφαιρείται ο χρόνος της προσωρινής κράτησης του κατα­δικασμένου την οποία διέταξε ανακριτική αρχή οποιασδήποτε δικαιοδο­σίας .επίσης αφαιρείται ο χρόνος που κρατήθηκε από τη σύλληψη έως την προσωρινή κράτηση του.

2. Στην περίπτωση συρροής εγκλημάτων που συνεκδικάζονται αφαιρείται από την ποινή που επιβλήθηκε για κάποιο από αυτό ο χρόνος της προ­σωρινής κράτησης που διατάχθηκε για οποιοδήποτε από αυτό' επίσης αφαιρείται και ο χρόνος της κράτησης που προβλέπει το εδάφιο 1 αυτού τού άρθρου, ακόμη και όταν η απόφαση κήρυξε τον καταδικασμένο αθώο για το έγκλημα για το οποίο είχε κρατηθεί προσωρινό.

3. Επίσης αφαιρείται ο χρόνος παραμονής του κατηγορουμένου σε ψυ­χιατρείο (άρθρο 200 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας).

4. Η αρμόδια αρχή για την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων αφαιρεί από την ποινή το χρόνο φυλάκισης που μεσολάβησε από την έκδοση της απόφασης έως τότε που έγινε αμετάκλητη.

ΙΙ. Εγκληματίες υπότροποι και καθ' έξη

Άρθρο 88. -Υποτροπή.

1. Όποιος είχε καταδικαστεί για κακούργημα ή για πλημμέλημα από δόλο σε ποινή στερητική της ελευθερίας που ξεπερνά τους έξι μήνες και μέσα σε πέντε χρόνια από τη δημοσίευση της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, αν είχε καταδικαστεί για πλημμέλημα, και σε 1Ο χρόνια, αν είχε καταδικαστεί για κακούργημα, τελεί νέο κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο για το οποίο ο νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, βρίσκεται σε υ­ποτροπή.

2. Για τον υπολογισμό της πενταετίας ή δεκαετίας δεν λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος πραγματικής έκτιση ς ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφάλειας σε φυλακή ή άλλο σωφρονιστικό ή θεραπευτικό κατάστημα ή ίδρυμα, καθώς και ο χρόνος κατά τον οποίο ο καταδικασμένος είναι φυγόποινος.

Άρθρο 89. -Ποινή της υποτροπής.

1. Σε περίπτωση υποτροπής η ποινή που προβλέπεται για την πράξη επιβαρύνεται και μπορεί να ξεπε­ράσει το ανώτατο όριο που ορίζεται στο νόμο και να φτάσει έως το ανώτατο όριο του είδους της επιβαλλόμενης ποινής. Αν στο νόμο ορίζεται διαζευκτικό ποινή στερητική της ελευθερίας ή χρηματική, επιβάλλεται πάντοτε η πρώτη επιβαρυνόμενη κατά το προηγούμενο εδάφιο.

2. Σε περίπτωση τρίτης και κάθε περαιτέρω υποτροπής, αν για την πράξη απειλείται ποινή φυλάκισης, της οποίας το ανώτατο όριο ξεπερνά το ένα

έτος, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δεκαοκτώ μηνών.

3. Σε περίπτωση μετατροπής της ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί σύμφωνα με αυτό το άρθρο, το ποσό της μετατροπής δεν μπορεί να είναι κατώτερο από: α) το διπλάσιο του κατώτατου ορίου του ποσού μετατροπής στην πρώτη υποτροπή" β) το τριπλάσιο του κατώτατου ορίου του ποσού μετατροπής στη δεύτερη υποτροπή' και γ) το πενταπλάσιο του κατώτατου ορίου του ποσού μετατροπής σε κάθε περαιτέρω υπο­τροπή.

Άρθρο 90. -Καθ' έξη υπότροποι εγκληματίες.

1. Αν κάποιος, παρά το ότι τιμωρήθηκε επανειλημμένα, αλλά τουλάχιστον τρεις φορές για κακουργήματα ή πλημμελήματα που πηγάζουν από δόλο, με ποινές στε­ρητικές της ελευθερίας η μία από τις οποίες ήταν τουλάχιστον κάθειρξη, διαπράξει νέο κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο το οποίο σε συν­δυασμό με τις προηγούμενες πράξεις αποδεικνύει ότι είναι εγκληματίας καθ' έξη ή κατ' επάγγελμα επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, το δικαστήριο, όταν η ποινή που πρέπει να επιβληθεί κατά τους όρους του προηγούμενου άρθρου είναι πρόσκαιρη κάθειρξη, του επιβάλλει κάθειρ­ξη αόριστης διάρκειας" η ποινή αυτή εκτίεται σε ιδιαίτερα καταστήματα ή σε ιδιαίτερα τμήματα των φυλακών. Στην απόφαση καθορίζεται μόνο το ελάχιστο όριο διάρκειας της κάθειρξης, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τα δύο τρίτα του κατά το προηγούμενο άρθρο ανώτατου ορίου της ποινής.

2. Ποινές στερητικές της ελευθερίας οι οποίες επιβλήθηκαν για πράξη που συνιστά κατά τους ελληνικούς νόμους κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο και οι οποίες εκτίθηκαν ολικά ή μερικά στην αλλοδαπή, λαμ­βάνονται υπόψη προκειμένου να εφαρμοστεί η ανωτέρω ποινή. με την κάθειρξη εξομοιώνεται η κατά την ξένη νομοθεσία ποινή στέρησης της ελευθερίας που με βάση το περιεχόμενό της ανταποκρίνεται περισσότε­ρο στην κάθειρξη.

Άρθρο 91. -Λήξη της αόριστης κάθειρξης.

1. Μετά τη λήξη του ελάχιστου ορίου της κάθειρξης, το οποίο ορίστηκε στην απόφαση σύμ­φωνα με το προηγούμενο άρθρο παρ.1, και ακολούθως κάθε τρία έτη, εξετάζεται είτε με αίτηση του κρατουμένου είτε και αυτεπαγγέλτως αν μπορεί να απολυθεί Η απόλυση διατάσσεται αν ο κρατούμενος δείξει κατά το διάστημα της παραμονής του στις φυλακές καλή διαγωγή, η οποία παρέχει την προσδοκία ότι δεν θα υποπέσει σε νέο έγκλημα. Για το θέμα αυτό αποφασίζει το δικαστήριο των πλημμελειοδικών στην πε­ριφέρεια του οποίου εκτελείται η ποινή, ύστερα από γνωμοδότηση της διεύθυνσης του καταστήματος.

2. Η απόλυση είναι πάντοτε υπό όρο: μπορεί να ανακληθεί κατά τους όρους του άρθρου 107 παρ.1 και γίνεται οριστική αν μέσα σε μια πε­νταετία δεν ανακληθεί Για την ανάκληση εφαρμόζονται ανάλογα οι δια­τάξεις του άρθρου 11 Ο παρ.3, 4, 5.

3. Πάντως η παραμονή στις φυλακές του καταδικασμένου σε αόριστη κάθειρξη δεν μπορεί να διαρκέσει, ύστερα από τη λήξη του ελάχιστου ορίου που ορίζεται στην απόφαση, παραπάνω από δεκαπέντε έτη αν πρόκειται για πράξη που τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και παραπάνω από είκοσι έτη στις υπόλοιπες περιπτώσεις.

4. Αν συντρέξει περίπτωση συρροής κατά το άρθρο 97 στοιχείο α' το δικαστήριο προσδιορίζει ξανά το ελάχιστο όριο της ποινής που πρέπει να επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 90 παρ.1, επαυξάνοντάς το κατά το μέτρο που προβλέπει το άρθρο 94 παρ.1.

Άρθρο 92. -Εγκληματίες καθ' έξη ανεξάρτητα από την περίπτωση υποτροπής. Ανεξάρτητα από την ύπαρξη υποτροπής, οι διατάξεις του άρθρου 89 παρ.1 εφαρμόζονται και στους εγκληματίες καθ' έξη ή κατ' επάγγελμα. Αν μάλιστα αυτοί είναι επικίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια και η ποινή που πρέπει να επιβληθεί για την πράξη ή τις πράξεις που τελέστηκαν είναι πρόσκαιρη κάθειρξη, μπορεί να επιβληθεί κάθειρξη αόριστης διάρκειας. Το ελάχιστο όριο διάρκειάς της δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το μισό του ανώτατου ορίου της ποινής στην οποία υπό­κειται ο δράστης' κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων90 και 91.

Άρθρο 93. -Υπότροποι εγκληματίες από αμέλεια.

Οι διατάξεις του άρθρου 89 παρ.1 εφαρμόζονται επίσης σε περίπτωση καταδίκης σε στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον 6 μηνών για πλημμέλημα από αμέλεια, αν ο υπαίτιος μέσα σε πέντε χρόνια από τη δημοσίευση της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης διαπράξει το ίδιο ή συγγενές πλημμέλημα από αμέλεια.

ΙΙΙ. Συρροή εγκλημάτων

Άρθρο 94. -Συνολική ποινή σε περίπτωση στερητικών της ελευ­θερίας ποινών. 1. Κατά του υπαιτίου δύο ή περισσότερων εγκλημάτων που πραγματώθηκαν με δύο ή περισσότερες πράξεις που τιμωρούνται κατά το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλ­λεται, μετά την επιμέτρησή τους συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συ­ντρέχουσες ποινές είναι του ίδιου είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας απ' αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μια από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι κατώτερη από: α) τέσσερις μήνες, αν η συντρέχουσα ποινή είναι ανώτερη από δύο έτη" β) ένα έτος αν η ποινή αυτή είναι κάθειρξη έως δέκα έτη" γ) δύο έτη, αν η ποινή αυτή είναι κάθειρξη ανώτερη από δέκα έτη. Οπωσδήποτε όμως η επαύξηση δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τα 3/4 του αθροίσματος των άλλων συντρεχουσών ποινών, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα είκοσι πέντε έτη όταν πρόκειται για κάθειρξη, τα δέκα έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση, και τους έξι μήνες όταν πρόκειται για κράτηση.

2. Αν τα εγκλήματα που συρρέουν πραγματώθηκαν με μία πράξη, το δικαστήριο επαυξάνει ελεύθερα τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές, αλλά όχι πέρα από το ανώτατο όριο του είδους της ποινής.

3. Αν χορηγήθηκε αμνηστία, χάρη, αναστολή δίωξης, απόλυση υπό όρο, ή επήλθε παραγραφή ή αφέθηκε οπωσδήποτε η ποινή, για ένα ή περισ­σότερα από τα εγκλήματα που συρρέουν και των οποίων οι ποινές προσμετρήθηκαν κατά τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, εξακολουθεί η εκτέλεση των υπόλοιπων ποινών και, αν συντρέχει περί­πτωση, ο εισαγγελέας προκαλεί νέα προσμέτρηση γι' αυτές, αυτεπαγ­γέλτως ή με αίτηση του καταδικασμένου.

Άρθρο 95. -Συντρέχουσες παρεπόμενες ποινές κ.λ.π.

Οι παρεπό­μενες ποινές (άρθρα 59-64) κα τα μέτρα ασφάλειας (άρθρα 71-76) επι­βάλλονται ή μπορούν να επιβληθούν μαζί με τη συνολική ποινή, αν και εφόσον το ορίζει ο νόμος για ένα από τα εγκλήματα που συρρέουν.

Άρθρο 96. -Συνολική ποινή σε περίπτωση συρροής ποινών σε χρήμα.

1. Αν συντρέχουν περισσότερες από μία χρηματικές ποινές ή πρόστιμα, η συνολική ποινή που επιβάλλεται αποτελείται από τη βαρύ­τερή τους, επαυξημένη ανάλογα με τους οικονομικούς όρους του κατα­δικασμένου. Η επαύξηση αυτή όμως δεν μπορεί να ξεπεράσει τα 3/4 του αθροίσματος των υπόλοιπων ποινών που συντρέχουν. Αν οι συντρέχου­σες ποινές είναι ισόποσες, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξη­ση μιας από αυτές.

2. Η διάταξη της παρ.2 του άρθρου 94 εφαρμόζεται και σ' αυτό το άρθρο.

Άρθρο 97. -Άλλες περιπτώσεις συνολικής ποινής.

Οι διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1 και 96 παρ.1 εφαρμόζονται και όταν κάποιος, προτού εκτιθεί ολοκληρωτικά ή παραγραφεί ή χαριστεί η ποινή που του επι­βλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη, καταδικαστεί για άλλη αξιόποινη πράξη, οποτεδήποτε και αν τελέστηκε αυτή.

Άρθρο 98. -Έγκλημα κατ' εξακολούθηση.

Αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήμα­τος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ.1, να επιβάλλει μια και μόνο ποινή' για την επιμέτρησή της το δικα­στήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων.

ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Αναστολή της ποινής υπό όρο και απόλυση υπό όρο

Ι. Αναστολή εκτέλεσης της ποινής υπό όρο

Άρθρο 99. -Ποινές που αναστέλλονται και διάρκεια της αναστολής.

1. Αν κάποιος, που δεν έχει καταδικαστεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανωτέρα του ενός μηνός, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικό μνημο­νευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.2 του ν 2207/94.)

2. Αν αλλοδαπός, στον οποίο δεν έχει χορηγηθεί πολιτικό άσυλο, κατα­δικασθεί σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή, που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια και διαταχθεί με την ίδια απόφαση η απέλασή του από τη χώρα, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επ' αόριστο αναστολή εκτε­λέσεως της ποινής κατά παρέκκλιση της προηγούμενης παραγράφου και των άρθρων 100 έως 103 του παρόντος κώδικα, οπότε εκτελείται αμέσως η απέλαση.

3. Ο απελαθείς αλλοδαπός, του οποίου έχει ανασταλεί η ποινή κατά τα ανωτέρω, μπορεί να επιστρέφει στη χώρα με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης αφού περάσει πενταετία από την απέλαση και για ορισμένο χρονικό διάστημα, το οποίο δύναται να παρατείνεται. (Όπως αντικαταστά­θηκε με το άρθρο 20 παρ. 4 του ν 2331/95.)

4. Ο αλλοδαπός της προηγούμενης παραγράφου, που εισέρχεται ή επι­χειρεί να εισέλθει παράνομα στη χώρα, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον δύο ετών, η οποία δεν αναστέλλεται με κανέναν τρόπο και εκτελείται αθροιστικώς με την ανασταλείσα ποινή.

Άρθρο 100. -Προϋποθέσεις για τη χορήγηση της αναστολής σε ποινή μεγαλύτερη των δύο και μέχρι τριών ετών.

1. Αν κάποιος κατα­δικαστεί σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη των δύο και μέχρι τριών ετών και συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρου 99, το δικαστ1'ιΡιο μπορεί με την απόφασή του να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη.

Η αναστολή της εκτέλεσης μπορεί να χορηγηθεί αν το δικαστήριο από την έρευνα των περιστάσεων κάτω από τις οποίες τελέστηκε η πράξη και ιδίως των αιτίων της, της προηγούμενης ζωής και του χαρακτήρα του καταδικασμένου κρίνει ότι η εκτέλεση της ποινής δεν είναι αναγκαία για να τον αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Στην κρίση του αυτή το δικαστήριο πρέπει ακόμη να λαμβάνει υπόψη και τη διαγωγή του υπαιτίου μετά την πράξη και ιδίως τη μετάνοια που έδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του. (Όπως αντικαταστάθηκε η παρ,1 με το άρθρο 1 παρ.3β) του ν 2207/94.)

2. Οι λόγοι που δικαιολογούν την αναστολή της εκτέλεσης πρέπει να περιέχονται συγκεκριμένα στην απόφαση.

3. Το δικαστήριο μπορεί να εξαρτήσει την αναστολή από την προηγούμε­νη πληρωμή των δικαστικών εξόδων, της αποζημίωσης και της χρημα­τικής ικανοποίησης που επιδικάστηκαν σ' αυτόν που αδικήθηκε' μπορεί επίσης να ορίσει και προθεσμία για την εκπλήρωση αυτών των όρων.

4. Ο πρόεδρος, απαγγέλλοντας την απόφαση για αναστολή, γνωστοποιεί στον καταδικασμένο τους όρους υπό τους οποίους του παρέχεται.

(Ο τίτλος του άρθρου 100 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ.3α) του ν 2207/94.)

Άρθρο 100Α. -Αναστολή υπό επιτήρηση.

1. Αν κάποιος καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη των τριών και μέχρι πέντε ετών και συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 99 και 100 του Ποινικού Κώ­δικα, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής υπό όρους και υπό την επιμέλεια και επιτήρηση επιμελητή κοι­νωνικής αρωγής, για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη. (Όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο1 παρ,4 του ν 2207/94.)

2. Οι όροι, εκτός από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 100 παρ.3, μπορεί να αφορούν τον τρόπο διαβίωσης και τον τόπο διαμονής του καταδικασμένου.

Οι όροι αυτοί μπορεί να συνίστανται ιδίως:

α) στην απαγόρευση απομάκρυνσης του καταδικασμένου χωρίς άδεια από το συνήθη τόπο διαμονής του ή από άλλον τόπο που θα ορίσει το δικαστήριο. Η άδεια απομάκρυνσης, που πρέπει να είναι έγγραφη και προσωρινής ισχύος, χορηγείται στον καταδικασμένο από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, μετά από πρόταση του επιμελητή κοινωνικής αρωγής, αποκλειστικά για λόγους εργασίας, σπουδών, υγείας ή οικογενειακούς, β) στην αφαίρεση διαβατηρίου ή άλλου ισοδύναμου ταξιδιωτικού εγγρά­φου και την απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, εκτός αν έχει χορηγηθεί και στην περίπτωση αυτήν, κατά τα αναφερόμενα υπό στοιχείο (α), άδεια εξόδου, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα μήνα,

γ) στην υποχρέωση του καταδικασμένου να εμφανίζεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα στις αστυνομικές αρχές του τόπου όπου διαμένει ή στα γραφεία της υπηρεσίας επιμελητών κοινωνικής αρωγής,

δ) στην αφαίρεση της άδειας οδήγησης για ορισμένο χρονικό διάστημα 1 έως 5 ετών, αν η πράξη του συνιστά παράβαση των καθηκόντων του ως οδηγού οχήματος,

ε) στην απαγόρευση να συναναστρέφεται ορισμένα πρόσωπα,

στ) στην εκπλήρωση υποχρεώσεων του καταδικασμένου για διατροφή ή επιμέλεια προς άλλα πρόσωπα.

3. Επίσης το δικαστήριο δύναται να θέτει ως όρους την τήρηση υπο­χρεώσεων που εκούσια αναλαμβάνει ο καταδικασμένος, όπως:

α) να υποβληθεί σε θεραπεία ή ειδική μεταχείριση,

β) να διαμένει σε ορισμένο ίδρυμα,

γ) να παρέχει κοινωφελή εργασία.

4. Ο επιμελητής κοινωνικής αρωγής επιβλέπει την εκπλήρωση των όρων και υποβάλλει ανά τρίμηνο έκθεση στον αρμόδιο εισαγγελέα. Με τον ίδιο τρόπο άναφέρει αμέσως κάθε σοβαρή παραβίαση των όρων που έχουν τεθεί στον καταδικασμένο.

5. Αν κατά τη διάρκεια της αναστολής της ποινής ο καταδικασμένος παραβαίνει τους όρους που του έχουν τεθεί, το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, ύστερα από αίτηση του αρμόδιου εισαγγελέα, κρίνει, αν πρέπει να διατάξει την άρση της αναστολής. Αν το δικαστήριο αυτό είναι μικτό ορκωτό δικαστήριο ή μικτό ορκωτό εφετείο, αρμόδιο είναι το τριμελές και πενταμελές εφετείο αντίστοιχα.

Η άρση της αναστολής διατάσσεται αν το δικαστήριο κρίνει ότι οι παραβιάσεις είναι σε αριθμό και σοβαρότητα τόσο σημαντικές, ώστε να απαιτείται πλέον η έκτιση της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής για να αποτραπεί ο καταδικασμένος από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων.

6. Το κατά την προηγούμενη παράγραφο δικαστήριο μετά από αίτηση του αρμόδιου εισαγγελέα ή του καταδικασμένου μπορεί να αποφασίσει την τροποποίηση των όρων, τη σύντμηση ή επιμήκυνση του χρόνου επιτήρησης ή και την πλήρη κατάργηση της επιτήρησης με παράλληλη διατήρηση της αναστολής της ποινής σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 99 επ. ΠΚ, εφόσον κρίνει ότι αυτό επιβάλλεται από τη γενικότερη διαγωγή του καταδικασμένου κατά τη διάρκεια της αναστολής της ποι­νής. Νέα αίτηση του καταδικασμένου μπορεί να υποβληθεί μετά πάροδο εξαμήνου από της απορρίψεως της προηγουμένης.

7. Οι διατάξεις των άρθρων 101 και 102 ΠΚ εφαρμόζονται και στην αναστολή υπό επιτήρηση.

8. Μέχρις ότου λειτουργήσει ο Κλάδος Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής, που προβλέπεται από τα άρθρα 15-17 του ν 1941/91, τα καθήκοντα επιβλέψεως των όρων ασκούνται από τον εισαγγελέα του δικαστηρίου, που εξέδωσε την απόφαση για την αποστολή υπό επιτήρηση.

Άρθρο 101. -Ανάκληση της αναστολής.

1. Αν μετά τη χορήγηση της αναστολής, αλλά κατά τη διάρκειά της, αποδειχθεί ότι αυτός που την έλαβε είχε προηγουμένως καταδικαστεί αμετακλήτως σε στερητική της ελευθερίας ποινή για κάποια από τις πράξεις που ορίζει το άρθρο 99, το δικαστήριο με αίτηση του εισαγγελέα ανακαλεί την αναστολή που χορηγήθηκε.

2. Αν κατά τη διάρκεια της αναστολής, καταστεί αμετάκλητη μία καταδίκη για κάποια από τις πράξεις αυτές που τελέστηκε πριν από τη δημοσίευση της απόφασης για την αναστολή, η αναστολή θεωρείται ότι δεν χορηγή­θηκε η ποινή που είχε ανασταλεί εκτελείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1 και 96 παρ.1, εκτός αν το δικαστήριο, απαγγέλ­λοντας τη νέα καταδίκη, ρητό διατάξει με την ίδια απόφαση να διατηρηθεί η αναστολή, λόγω της ελαφρός φύσης του πλημμελήματος για το οποίο απαγγέλθηκε η νέα καταδίκη. Το ίδιο ισχύει και αν μετά την πάροδο του χρόνου της αναστολής επακολούθησε καταδίκη ή άρχισε ποινική δίωξη για πράξη που είχε τελεστεί πριν από την αναστολή, αμέσως μόλις καταστεί αμετάκλητη η καταδίκη για την πράξη αυτή.

Άρθρο 102. -Άρση της αναστολής.

1. Αν κατά το διάστημα της αναστολής ο καταδικασμένος καταδικαστεί και πάλι σε ποινή στερητική της ελευθερίας για κακούργημα ή πλημμέλημα που τελέστηκε κατά τη διάρκεια της αναστολής, η αναστολή αίρεται μόλις καταστεί αμετάκλητη ή νέα καταδίκη. Η ποινή που επιβλήθηκε με τη νέα καταδίκη εκτελείται στη συνέχεια μετά την ποινή που είχε ανασταλεί, εκτός αν λόγω της ελαφρός φύσης του πλημμελήματος που αφορά η νέα καταδίκη το δικαστήριο με την ίδια απόφαση ρητό διατάξει να μην αρθεί η αναστολή. 2. Αν η αναστολή δεν αρθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω ή δεν ανακληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 101, η ποινή που είχε ανασταλεί θεωρείται σαν να μην είχε επιβληθεί.

Άρθρο 103. -Ενέργεια αλλοδαπής απόφασης.

Αν η καταδίκη που ορίζουν τα άρθρα 99, 101 και 102 επήλθε με απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου η ενέργειά της όσον αφορά τη χορήγηση, την ανάκληση ή την άρση της αναστολής σε κάθε περίπτωση, κρίνεται ελεύθερα από το δικαστήριο.

Άρθρο 104. -Δικαστικές δαπάνες, αποζημιώσεις και παρεπόμενες ποινές.

1. Η αναστολή της ποινής δεν απαλλάσσει τον καταδικασμένο από την πληρωμή των δικαστικών εξόδων και την αστική αποζημίωση και τη χρηματική ικανοποίηση.

2. Οι παρεπόμενες της ποινής στερήσεις δικαιωμάτων και ανικανότητες αναστέλλονται και εξαλείφονται μαζί με την κύρια ποινή' αν πρόκειται όμως για στερήσεις ή ανικανότητες σε βάρος δημόσιων υπαλλήλων (άρθρο 263), το δικαστήριο μπορεί να διατάξει να μην ανασταλούν.

ΙΙ. Απόλυση του καταδίκου υπό όρο

Άρθρο 105. -Κατάδικοι που δικαιούνται να απολυθούν.

1. Όσοι καταδικάστηκαν σε ποινή στερητική της ελευθερίας, αφού εκτίσουν τα τρία πέμπτα (3/5) της ποινής τους και Πάντως τουλάχιστον ένα έτος και, προκειμένου για ισόβια κάθειρξη, είκοσι έτη, μπορούν να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης κατά τις κατωτέρω διατάξεις. Για την χορήγηση της απόλυσης υπό όρο δεν απαιτείται να έχει καταστεί αμετάκλητη η καταδίκη. (Όπως προστέθηκε το τελευταίο εδάφιο με το άρθρο 1 παρ,5α) του ν 2207/94.)

2. Το χρονικό διάστημα των τριών πέμπτων περιορίζεται στα δύο πέμπτα της ποινής που επιβλήθηκε, και προκειμένου για ισόβια κάθειρξη, τα είκοσι έτη περιορίζονται σε δεκαοκτώ, αν ο κατάδικος έχει υπερβεί το 70ό έτος της ηλικίας του. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται σε κατα­δίκους για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, για τους οποίους εξακολουθεί να ισχύει η παρ.2 του άρθρου 105 του ν 1492/1950 "Κύρωση του Ποινικού Κώδικα". (Όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.5β) του v 2207/94.)

3. Στην περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά περισσότερες ποινές, ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί υπό όρο, αν έχει εκτίσει το άθροισμα των τμημάτων των ποινών, που προβλέπεται στην παράγραφο 1. Σε κάθε περίπτωση ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει είκοσι πέντε έτη και όταν το παραπάνω άθροισμα υπερβαίνει το όριο αυτό. (Όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.5γ) του v 2207/94.)

4. Αν απολυθεί υπό όρο κατάδικος, ο οποίος μετά την έκτιση της ποινής πρέπει να υποβληθεί σε στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, ο χρόνος της δοκιμασίας αρχίζει μετά την λήξη του μέτρου αυτού. (Όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ.5δ) του v 2207/94.)

Άρθρο 106. -Προϋποθέσεις για τη χορήγηση της απόλυσης.

1. Η απόλυση υπό όρο χορηγείται οπωσδήποτε, εκτός αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδίκου, κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστά απολύτως αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να απο­τραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων.

Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται σε καταδικασθέντες για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, για τους οποίους εξακολουθεί να ισχύει η παρ. 1 του άρθρου 106 του ν 1492/1950 "Κύρωση του Ποινικού Κώδικα".

2. Στον απολυόμενο μπορούν να επιβληθούν ορισμένες υποχρεώσεις που θα αφορούν τον τρόπο της ζωής του και ιδίως τον τόπο διαμονής του. Οι υποχρεώσεις αυτές μπορούν πάντοτε να ανακληθούν ή να τρο­ποποιηθούν με αίτηση του απολυμένου.

3. Οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως και 4 του άρθρου 100Α εφαρμό­ζονται αναλόγως.

Άρθρο 106Α.

Καταργήθηκε με το άρθρο 1 παρ.12β) του v 2207/94.

Άρθρο 107. -Ανάκληση της απόλυσης.

1. Η απόλυση μπορεί να ανακληθεί, αν εκείνος που απολύθηκε δεν συμμορφωθεί με τις υποχρεώ­σεις που του επιβλήθηκαν κατά την απόλυση. (Όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.6 του v 2207/94.)

2. Σε περίπτωση ανάκλησης ο χρόνος από την απόλυση έως την νέα σύλληψη δεν υπολογίζεται στη διάρκεια της ποινής.

Άρθρο 108. -Άρση της απόλυσης.

Αν μέσα στο χρονικό διάστημα που προβλέπει το άρθρο 109, εκείνος που απολύθηκε διαπράξει έγκλημα από δόλο, για το οποίο του επιβλήθηκε αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή φυλάκισης ανώτερη από έξι μήνες, εκτίει αθροιστικά και ολόκληρο το

υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, το οποίο έπρεπε να εκτίσει κατά το χρόνο της προσωρινής απόλυσης.

(Όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.7 του ν 2207/94.)

Άρθρο 109. -Συνέπειες της μη ανάκλησης.

Αν από την απόλυση περάσει το χρονικό διάστημα της ποινής το οποίο υπολειπόταν για έκτιση, σε όσες περιπτώσεις αυτό είναι ανώτερο από τρία έτη, ή αν περάσουν τρία έτη χωρίς να γίνει ανάκληση, η ποινή θεωρείται ότι εκτίθηκε. Η ισόβια κάθειρξη θεωρείται ότι εκτίθηκε, αν περάσουν δέκα έτη από την απόλυση χωρίς να γίνει ανάκληση της.

Άρθρο 110. -Διαδικασία για τη χορήγηση και την ανάκληση της απόλυσης.

1. Για τη χορήγηση και την ανάκληση της απόλυσης υπό όρο αποφασίζει το συμβούλιο των πλημμελειοδικών του τόπου της έκτισης της ποινής. Ο κατάδικος κλητεύεται υποχρεωτικά δέκα τουλάχιστον η­μέρες πριν από τη συνεδρίαση, κατά την οποία μπορεί να παραστεί αυτοπροσώπως ή με συνήγορο τον οποίο διορίζει με απλό έγγραφο θεωρημένο από τον διευθυντή της φυλακής ή τις αρμόδιες αρχές. (Όπως προστέθηκε το τελευταίο εδάφιο της παραγρ. με το άρθρο 1 παρ.θα) του ν 2207/94.) 2. Η απόλυση υπό όρο χορηγείται με αίτηση της διεύθυνσης του κατα­στήματος στο οποίο κρατείται ο κατάδικος. Η αίτηση υποβάλλεται ένα μήνα πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου, που προβλέπει το άρθρο105. Αν η διεύθυνση του ιδρύματος κρίνει ότι συντρέχουν προϋποθέσεις για τη μη χορήγηση της απόλυσης υπό όρο υποβάλλει σχετική αναφορά μαζί με έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας του καταστήματος στον εισαγ­γελέα των πλημμελειοδικών, ο οποίος την εισάγει στο συμβούλιο. (Όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.θβ) του ν 2207/94.)

3. Για την ανάκληση αποφασίζει το ίδιο δικαστικό συμβούλιο, ύστερα από πρόταση των αρχών που εποπτεύουν αυτόν που απολύθηκε.

4. Η εποπτεία αυτή μπορεί να ανατεθεί και σε εταιρία προστασίας των αποφυλακιζομένων.

5. Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, για να προληφθεί κίνδυνος της δημόσιας Τάξης ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών του τόπου διαμονής εκείνου που απολύθηκε μπορεί να διατάξει την προσωρινή σύλληψή του ύστερα από την οποία προκαλείται αμέσως με τη νόμιμη διαδικασία η απόφαση για την ανάκληση. Σε περίπτωση οριστικής ανάκλησης, θεω­ρείται ότι αυτή επήλθε την ημέρα της σύλληψης.

Άρθρο 11ΟΑ.

1. Η απόλυση υπό όρο χορηγείται ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και 106, εφόσον ο κατάδικος νοσεί από σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας.

2. Η διακρίβωση της προϋποθέσεως της παραγράφου 1 γίνεται μετά από αίτηση του καταδίκου από το αρμόδιο συμβούλιο Πλημμελειοδικών, το οποίο διατάσσει ειδική πραγματογνωμοσύνη και η διαδικασία της καθο­ρίζονται με κοινή απόφαση των υπουργών Δικαιοσύνης και υγείας, Πρό­νοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

3. Η απόλυση υπό όρο κατά την παρ. 1 σημειώνεται στο Ποινικό Μητρώο του καταδίκου και χορηγείται μόνο μία φορά.

ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Λόγοι που εξαλείψουν το αξιόποινο

Ι. Παραγραφή

Άρθρο 111. -Χρόνος παραγραφής των εγκλημάτων.

1.Το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή.

2. Τα κακουργήματα παραγράφονται: α) μετά είκοσι έτη αν ο νόμος προβλέπει για αυτά την ποινή του θανάτου ή της ισόβιας κάθειρξης' β) μετά δέκα πέντε έτη, σε κάθε άλλη περίπτωση.

3. Τα πλημμελήματα παραγράφονται μετά πέντε έτη.

4. Τα πταίσματα παραγράφονται μετά ένα έτος.

5. Οι ανωτέρω προθεσμίες υπολογίζονται κατά το ισχύον ημερoλόγιο 6. Αν ο νόμος ορίζει διαζευκτικά περισσότερες από μία ποινές, οι ανω­τέρω προθεσμίες υπολογίζονται σύμφωνα με τη βαρύτερη απ' αυτές.

Άρθρο 112. -Έναρξη του χρόνου παραγραφής των εγκλημάτων.

Η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη εκτός αν ορίζεται άλλως. (Όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 20 παρ. 5β του v 2331/95.)

Άρθρο 113. -Αναστολή της παραγραφής των εγκλημάτων.

1. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρόνο σύμφωνα με διάταξη νόμου δεν μπορεί να αρχίσει ή να εξακολουθήσει η ποινική δίωξη. 2. Επίσης η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και ωσότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέρα από πέντε (5) έτη για τα κα­κουργήματα, τρία (3) για τα πλημμελήματα και ένα (1) έτος για τα πταίσματα. 3. Αν για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση, η έλλειψη της έγκλησης δεν αναστέλλει την παραγραφή.

Άρθρο 114. -Χρόνος παραγραφής των ποινών που επιβλήθηκαν.

Οι ποινές που επιβλήθηκαν αμετακλήτως, αν έμειναν ανεκτέλεστες, πα­ραγράφονται α) η ποινή του θανάτου και η ισόβια κάθειρξη μετά τριάντα έτη. β) ο περιορισμός σε ψυχιατρικό κατάστημα (άρθρο 38) και η κά­θειρξη μετά είκοσι έτη. γ) η φυλάκιση, η χρηματική ποινή και ο περιορι­σμός σε σωφρονιστικό κατάστημα (άρθρο 54) μετά δέκα έτη. και δ) κάθε άλλη μικρότερη ποινή μετά δύο έτη.

Άρθρο 115. -Έναρξη του χρόνου παραγραφής των ποινών.

Η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα που η απόφαση έγινε αμετάκλητη.

Άρθρο 116. -Αναστολή της παραγραφής των ποινών.

Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται: α) για όσο χρόνο, σύμφωνα με το νόμο, δεν μπορεί ν' αρχίσει ή να εξακολουθήσει η εκτέλεση της ποινής' β) για όσο χρόνο, σύμφωνα με το άρθρο 99, έχει ανασταλεί η εκτέλεση ή έχει επιτραπεί η καταβολή με δόσεις της χρηματικής ποινής ή του προστίμου που επιβλήθηκε και γ) για όσο χρόνο διαρκεί η εκτέλεση κάποιου από τα μέτρα που προβλέπουν τα άρθρα 71 και 72.

ΙΙ. Παραίτηση από την έγκληση

Άρθρο 117. -Μη υποβολή έγκλησης ή δήλωση παραίτησης από το δικαίωμα της έγκλησης.

1. Όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την 'ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλει την έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμετόχους της.

2. Το ίδιο αποτέλεσμα συνεπάγεται και η ρητή δήλωση του δικαιούχου της έγκλησης ενώπιον της αρμόδιας αρχής, ότι παραιτείται από το δικαίωμα της έγκλησης.

Άρθρο 118. -Πρόσωπα που έχουν δικαίωμα για έγκληση.

1. Το δικαίωμα της έγκλησης ανήκει στον άμεσα παθόντα από την αξιόποινη πράξη, αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά με ειδική διάταξη.

2. Αν ο παθών δεν έχει συμπληρώσει το 120 έτος της ηλικίας του ή τελεί υπό δικαστική απαγόρευση, το δικαίωμα της έγκλησης έχει ο νόμιμος αντιπρόσωπός του. Αν ο παθών έχει συμπληρώσει το 120 έτος της ηλικίας του, το δικαίωμα της έγκλησης έχουν και ο παθών και ο νόμιμος αντι­πρόσωπός του, και μετά τη συμπλήρωση του 170υ έτους της ηλικίας του το δικαίωμα αυτό το έχει μόνο ο παθών.

3. Αν δύο ή περισσότεροι έχουν δικαίωμα έγκλησης, το δικαίωμα αυτό είναι αυτοτελές για τον καθένα.

4. Μετά το θάνατο του παθόντος, το δικαίωμα της έγκλησης μεταβιβά­ζεται στο σύζυγο που ζει και στα τέκνα του και, αν δεν έχει σύζυγο και τέκνα, στους γονείς του.

5. Για τις αξιόποινες πράξεις που έγιναν εναντίον του Προέδρου της Δημοκρατίας ή εκείνου που ασκεί την προεδρική εξουσία, αν οι πράξεις διώκονται με έγκληση, η δίωξη γίνεται με αίτηση του Υπουργού της Δικαιοσύνης.

Άρθρο 119. -Αδιαίρετο της έγκλησης.

Η ποινική δίωξη ασκείται εναντίον όλων των συμμετόχων του εγκλήματος, και αν ακόμη η έγκληση που υποβλήθηκε στρέφεται εναντίον ενός από αυτούς.

Άρθρο 120. -Ανάκληση της έγκλησης.

1. Αυτός που υπέβαλε την έγκληση μπορεί να την ανακαλέσει, με τους όρους που ορίζει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας.

2. Η ανάκληση που έγινε για έναν από τους συμμετόχους της πράξης έχει συνέπεια την παύση της ποινικής δίωξης και των υπολοίπων, αν και αυτοί διώκονται με έγκληση.

3. Η ανάκληση δεν έχει κανένα αποτέλεσμα για τον κατηγορούμενο που δηλώνει προς την αρχή ότι δεν την αποδέχεται. Μετά την ανάκληση της έγκλησης που υποβλήθηκε δεν μπορεί να υποβληθεί νέα.

ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ανήλικοι εγκληματίες

Άρθρο 121. -Ορισμοί.

1. Στο κεφάλαιο αυτό με τον όρο ανήλικοι εννοούνται αυτοί που διατρέχουν από το 70 έτος της ηλικίας τους έως το 170 έτος συμπληρωμένο. Από αυτούς όσοι έχουν ηλικία έως το 120 έτος τους συμπληρωμένο ονομάζονται παιδιά, και οι υπόλοιποι έφηβοι. 2. Οι ανήλικοι υποβάλλονται σε αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα ή σε ποινικό σωφρονισμό σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων.

Άρθρο 122. -Αναμορφωτικά μέτρα.

1. Αναμορφωτικά μέτρα είναι: α) η επίπληξη του ανηλίκου. β) η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου στους γονείς, τους επιτρόπους ή τους κηδεμόνες του" γ) η ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου σε προστατευτικές εταιρίες ή σε ιδρύματα ανηλίκων ή σε ειδικούς επιμελητές ανηλίκων" δ) η τοποθέτηση του ανηλίκου σε κατάλληλο κρατικό, δημοτικό, κοινοτικό ή και ιδιωτικό κατάστημα αγωγής.

2. Σε κάθε περίπτωση ως πρόσθετο αναμορφωτικό μέτρο μπορούν να επιβληθούν και πρόσθετες υποχρεώσεις που αφορούν τον τρόπο ζωής του ανηλίκου ή τη διαπαιδαγώγησή του.

Άρθρο 123. -Θεραπευτικά μέτρα.

1. Αν η κατάσταση του ανηλίκου απαιτεί ιδιαίτερη μεταχείριση, ιδίως αν πάσχει από ψυχική ασθένεια ή άλλη νοσηρή διατάραξη των πνευματικών του λειτουργιών, ή είναι τυ­φλός, κωφάλαλος, επιληπτικός ή του έχει γίνει έξη η χρήση οινοπνευ­ματωδών ποτών ή ναρκωτικών ουσιών και δεν μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις ή εμφανίζει ανώμαλη καθυστέρηση στην πνευ­ματική και την ηθική του ανάπτυξη, το δικαστήριο διατάσσει την παρα­πομπή του σε θεραπευτικό ή άλλο κατάλληλο κατάστημα.

2. Τα θεραπευτικό μέτρα διατάσσονται ύστερα από προηγούμενη γνω­μοδότηση ειδικού γιατρού.

3. Αν ο ανήλικος είναι χρήστης ναρκωτικών και ιδίως αν του έχει γίνει έξη η χρήση τους και δεν μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, τα θεραπευτικό μέτρα διατάσσονται ύστερα από γνωμοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2.

4. Σε κάθε περίπτωση συμμετοχής ανηλίκου σε αξιόποινες πράξεις του νόμου αυτού ή σε περίπτωση συνάφειας οιασδήποτε αξιόποινης πράξης ανηλίκου σε αξιόποινες πράξεις του νόμου αυτού, που τελέστηκαν από ενήλικους, η υπόθεση χωρίζεται πάντοτε ως προς τον ανήλικο.

Άρθρο 124. -Μεταβολή ή άρση μέτρων.

1. Το δικαστήριο που δίκασε μπορεί οποτεδήποτε να αντικαταστήσει τα αναμορφωτικό μέτρα που επέβαλε με ~α, αν το κρίνει αναγκαίο' αν τα μέτρα εκπλήρωσαν το σκοπό τους, τα αίρει.

2. Το ίδιο μπορεί να πράξει και για τα θεραπευτικό μέτρα:, ύστερα από προηγούμενη γνωμοδότηση ειδικού γιατρού.

3. Η διάταξη της παρ.2 του άρθρου 4 εφαρμόζεται και σ' αυτό το άρθρο.

Άρθρο 125. -Διάρκεια μέτρων.

Τα αναμορφωτικό ή θεραπευτικό μέτρα που επέβαλε το δικαστήριο παύουν αυτοδικαίως όταν ο ανήλικος συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας.

Άρθρο 126. -Ανήλικοι ποινικά ανεύθυνοι.

1. Η αξιόποινη πράξη που τελέστηκε από παιδί δεν καταλογίζεται σ' αυτό' εφαρμόζονται μόνο αναμορφωτικό ή θεραπευτικό μέτρα.

2. Ο έφηβος που τέλεσε αξιόποινη πράξη υποβάλλεται σε αναμορφωτικό ή θεραπευτικό μέτρα, αν δεν υπάρχει περίπτωση να υποβληθεί σε ποινικό σωφρονισμό κατά τις διατάξεις του επόμενου άρθρου.

Άρθρο 127. -Ανήλικοι ποινικά υπεύθυνοι.

1. Αν το δικαστήριο ερευνώντας τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη και την όλη προσωπικότητα του δράστη κρίνει ότι είναι αναγκαίος ο ποινικός σωφρονισμός του εφήβου για να συγκρατηθεί από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων, τον καταδικάζει σε περιορισμό σε σωφρονιστικό κατάστημα.

2. Στην απόφαση του δικαστηρίου ορίζεται το ελάχιστο και το μέγιστο όριο της παραμονής του εφήβου στο κατάστημα μέσα στα όρια που προβλέπει το άρθρο 54.

3. Η παρ.3 καταργήθηκε με το άρθρο 1 παρ.9 του ν 2207/94.

Άρθρο 128. -Πταίσματα ανηλίκων.

Αν η πράξη που τέλεσε ο ανήλι­κος συνιστά πταίσμα, εφαρμόζονται μόνο τα αναμορφωτικά μέτρα του άρθρου 122, εκτός από την τοποθέτηση του ανηλίκου σε κατάλληλο κατάστημα αγωγής.

Άρθρο 129. -Απόλυση υπό όρο.

1. Με τη λήξη του ελαχίστου ορίου, που έχει ορισθεί, το δικαστήριο απολύει υπό όρο τον κατάδικο κατά τα οριζόμενα παρακάτω. Στην απόφαση για την απόλυση υπό όρο ορίζεται ο χρόνος της δοκιμασίας, που δεν μπορεί να είναι κατώτερος από έξι μήνες ούτε ανώτερος από πέντε έτη και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το μέγιστο όριο ποινής που ορίζεται στην καταδικαστική απόφαση.

2. Η απόλυση υπό όρο χορηγείται οπωσδήποτε, εκτός αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδίκου κατά την έκτιση της ποινής καθιστά απολύτως αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να απο­τραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης η διεύθυνση του καταστήματος, στο οποίο κρα­τείται ο κατάδικος, υποβάλλει αίτηση μαζί με έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας του καταστήματος, μόλις συμπληρωθεί το ελάχιστο όριο.

3. Η απόλυση υπό όρο μπορεί να χορηγηθεί και πριν λήξει το ελάχιστο όριο που όρισε η απόφαση, αλλά πάντως αφού παρέλθουν τουλάχιστον έξι μήνες διαμονής του καταδίκου στο κατάστημα.

4. Αν η αίτηση για απόλυση υπό όρο δεν γίνει δεκτή, νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί οποτεδήποτε.

5. Στον κατάδικο μπορούν να επιβληθούν κατά τη διάρκεια του χρόνου της δοκιμασίας του οι υποχρεώσεις του άρθρου 122 παρ.2

6. Αν ο απολυόμενος κατά το χρόνο της δοκιμασίας του τελέσει νέο κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο, η απόλυση ανακαλείται και εφαρ­μόζεται το άρθρο 132.

7. Αν μετά την απόλυση παρέλθει ο χρόνος δοκιμασίας που όρισε η απόφαση χωρίς να γίνει ανάκληση, η ποινή θεωρείται ότι εκτίθηκε. 8. Αρμόδιο για την απόλυση του καταδίκου βάσει του άρθρου αυτού είναι το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων στο πλημμελειοδικείο του τόπου όπου εκτίεται ο περιορισμός.

(Όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.10 του ν 2207/94.)

Άρθρο 130. -Ανήλικοι που δικάζονται μετά την συμπλήρωση του 17ου έτους. 1. Όταν ένας ανήλικος που βρισκόταν στην εφηβική ηλικία όταν ετέλεσε την πράξη εισάγεται σε δίκη μετά τη συμπλήρωση του 17ου έτους, το δικαστήριο μπορεί αντί για περιορισμό σε σωφρονιστικό κατάστημα να επιβάλει την ποινή που προβλέπεται για την πράξη που τελέστηκε ελαττωμένη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 83' τούτο γίνεται αν το δικαστήριο κρίνει ότι αν και ο ποινικός σωφρονισμός του ανηλίκου είναι αναγκαίος, δεν είναι όμως πια σκόπιμος ο περιορισμός του σε σωφρονιστικό κατάστημα.

2. Οι ποινές στέρησης της ελευθερίας που επιβλήθηκαν σύμφωνα με τα παραπάνω δεν συνεπάγονται σε καμία περίπτωση τη στέρηση των πολι­τικών δικαιωμάτων ή την παραπομπή σε κατάστημα εργασίας.

3. κατά γενικό κανόνα οι κατάδικοι αυτοί κρατούνται χωριστό από άλλους ενήλικους καταδίκους.

Άρθρο 131. -Έναρξη εκτέλεσης της απόφασης μετά τη συμπλήρω­ση του 17ου έτους.

1. Αν ο καταδικασμένος σε περιορισμό σε σωφρο­νιστικό κατάστημα συμπλήρωσε το 170 έτος της ηλικίας του πριν αρχίσει η εκτέλεση της απόφασης, το δικαστήριο που δίκασε μπορεί, αν κρίνει ότι ο περιορισμός σε σωφρονιστικό κατάστημα δεν είναι πια σκόπιμος, να τον αντικαταστήσει με την ποινή του προηγούμενου άρθρου.

2. Αν ο καταδικασμένος συμπλήρωσε το 210 έτος της ηλικίας του, η αντικατάσταση του περιορισμού κατά την παράγραφο 1 είναι υποχρεω­τική.

3. Οι παράγραφοι 2 και 3 του προηγούμενου άρθρου ισχύουν και στις περιπτώσεις του άρθρου αυτού.

Άρθρο 132. -Συρροή.

1. Αν ο κρατούμενος σε σωφρονιστικό κατάστημα διαπράξει αξιόποινη πράξη πριν συμπληρώσει το 17ο έτος της ηλικίας του, ή αν συντρέξει άλλη περίπτωση συρροής κατά το άρθρο 97, το δικαστήριο επαυξάνει το ελάχιστο και το μέγιστο όριο παραμονής του ανηλίκου στο κατάστημα, που τα είχε καθορίσει στην προηγούμενη απόφασή του.

2. Αν ο κρατούμενος σε σωφρονιστικό κατάστημα διαπράξει αξιόποινη πράξη μετά τη συμπλήρωση του 170υ έτους της ηλικίας του: α) αν η ποινή που προσδιορίστηκε για την πράξη αυτή είναι πρόσκαιρη κάθειρξη. το δικαστήριο επιβάλλει συνολική ποινή κάθειρξης επαυξημένη' η ε­παύξηση της κάθειρξης δεν μπορεί να είναι κατώτερη από το μισό του κατώτατου ορίου του περιορισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα που καθόρισε η απόφαση του δικαστηρίου' κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 94 παρ.1" β) αν η ποινή που επιβλήθηκε για τη νέα πράξη είναι ηπιότερη από την πρόσκαιρη κάθειρξη, το δικαστήριο επαυξάνει το κατώτατο και ανώτατο όριο του περιορισμού σε σωφρονι­στικό κατάστημα που καθορίστηκε στην προηγούμενη απόφαση. Όχι όμως πέρα από το ανώτατο όριο περιορισμού το οποίο ορίζεται στο άρθρο 54.

Άρθρο 133. -Εγκληματίες μετεφηβικής ηλικίας.

Αν κάποιος κατά το χρόνο που τελέστηκε η πράξη έχει συμπληρωμένο το 17ο, όχι όμως και το 21ο έτος της ηλικίας του, το δικαστήριο μπορεί να του επιβάλει ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Σε μια τέτοια περίπτωση εφαρμόζονται και εδώ οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 130.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Προσβολές του πολιτεύματος

Άρθρο 134. -Εσχάτη προδοσία.

Τιμωρείται με την ποινή της ισόβιας ή πρόσκαιρης κάθειρξης:

Α) όποιος αποπειράται να αποστερήσει με οποιονδήποτε τρόπο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή αυτόν που ασκεί την προεδρική εξουσία από την εξουσία που έχουν κατά το Σύνταγ­μα"

Β) όποιος αποπειράται με σωματική βία ή με απειλές σωματικής βίας:

α) να παρεμποδίσει κάποιον απ' αυτούς από την άσκηση της συνταγμα­τικής εξουσίας του ή να τον εξαναγκάσει να επιχειρήσει πράξη που απορρέει από αυτή την εξουσία και

β) να μεταβάλλει το πολίτευμα του Κράτους.

2. Με ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη τιμωρείται όποιος, εκτός από την περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου:

α) επιχειρεί με βία ή απειλή βίας ή με σφετερισμό της ιδιότητάς του ως οργάνου του Κράτους να καταλύσει ή να αλλοιώσει ή να καταστήσει ανενεργό, διαρκώς ή προ­σκαίρως, το δημοκρατικό πολίτευμα που στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία ή θεμελιώδεις αρχές ή θεσμούς του πολιτεύματος αυτού.

β) επιχειρεί με τα μέσα που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο και με τρόπο πρόσφορο να διαταράξει την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος, να αποστερήσει ή να παρακωλύσει τη Βουλή, την Κυβέρνηση ή τον Πρω­θυπουργό από την ενάσκηση της εξουσίας που τους παρέχει το Σύνταγμα ή να τους εξαναγκάσει να εκτελέσουν ή να παραλείψουν πράξεις που απορρέουν από την εξουσία αυτή'

Υ) ασκεί ή άσκησε την εξουσία που ο ίδιος ή άλλος κατέβαλε με τους τρόπους και με τα μέσα που προβλέπει το άρθρο αυτό.

3. Όποιος αποπειράται να θανατώσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή εκείνον που ασκεί την προεδρική εξουσία τιμωρείται με θάνατο ή ισόβια κάθειρξη.

Άρθρο 134Α. -Θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί του Πολιτεύματος.

θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί του πολιτεύματος θεωρούνται στο πλαίσιο του προηγούμενου άρθρου:

α) η ανάδειξη του Αρχηγού του Κράτους με εκλογή

β) το δικαίωμα του λαού να εκλέγει τη Βουλή με γενικές, άμεσες, ελεύθερες, ίσες και μυστικές ψηφοφορίες μέσα στα συνταγματικό χρο­νικό πλαίσια'

Υ) το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης.

δ) η αρχή του πολυκομματισμού'

ε) η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, όπως προβλέπεται στο Σύνταγμα.

στ) η αρχή της δέσμευσης του νομοθέτη από το Σύνταγμα και της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας από το Σύνταγμα και τους νόμους'

ζ) η αρχή της ανεξαρτησίας της δι­καιοσύνης' και

η) η γενική αρχή και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που προβλέπει το Σύνταγμα.

Άρθρο 1348.

Δεν τιμωρούνται ως συμμέτοχοι στις πράξεις του άρθρου 134 δημόσιοι υπάλληλοι ή λειτουργοί που άσκησαν τα καθήκοντά τους όσο διήρκεσε ο σφετερισμός της λαϊκής κυριαρχίας ή η παράνομη κατάλυση, η μεταβολή ή η αδράνεια του δημοκρατικού πολιτεύματος, αν η άσκηση των καθηκόντων τους ήταν αναγκαία αποκλειστικώς για τη συνέχιση της λειτουργίας του κράτους και δεν έγινε με σκοπό τη διατήρη­ση της εξουσίας από τους σφετεριστές της.

Άρθρο 135. -Προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας.

1. Όποιος δημόσια ή με τη διάδοση εγγράφων, εικόνων ή παραστάσεων προκαλεί με πρόθεση ή προσπαθεί να διεγείρει άλλους στο να επι­χειρήσουν πράξεις από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 134 τιμω­ρείται με κάθειρξη.

2. Όποιος συνωμοτεί με άλλον με σκοπό να εκτελέσουν πράξη από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 134 ή με συνεννοήσεις με ξένη κυβέρνηση προπαρασκευάζει την εκτέλεση μιας απ' αυτές τις πράξεις, τιμωρείται με κάθειρξη.

3. Οποιαδήποτε άλλη προπαρασκευαστική ενέργεια με πρόθεση μιας από τις αναφερόμενες στο άρθρο 134 πράξεις τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.

4. Συνωμοσία υπάρχει όταν δύο ή περισσότεροι συναποφασίσουν να τελέσουν πράξη εσχάτης προδοσίας ή αναλάβουν αμοιβαία υποχρέωση να τελέσουν τέτοια πράξη.

Άρθρο 135Α. -Προσβολές κατά της ζωής φορέων πολιτειακών λειτουργημάτων.

Όποιος αποπειράται να θανατώσει τον Πρωθυπουργό. τον Πρόεδρο της Βουλής ή τους νόμιμους αναπληρωτές τους ή αρχηγό κόμματος που αναγνωρίζεται από τον Κανονισμό της Βουλής, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη.

Άρθρο 136.

Στις περιπτώσεις του άρθρου 135, το δικαστήριο μπορεί μαζί με την ποινή της φυλάκισης, να επιβάλει και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων (άρθρο 61). Αν αυτός που καταδικάστηκε είναι αλλοδαπός, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει και την απέλασή του από το κράτος (άρθρο 74).

Άρθρο 137.

1. Στις περιπτώσεις του άρθρου 134 παράγραφοι 1 και 2 και 135, ο δράστης μένει ατιμώρητος, αν με δική του θέληση παρεμπόδισε την επέλευση του αποτελέσματος που επιδίωξε με την πράξη του.

2. Αν στις περιπτώσεις του άρθρου 134 ο δράστης συντέλεσε αποφασι­στικά στην αποκατάσταση του Δημοκρατικού Πολιτεύματος, τιμωρείται με ποινή μειωμένη. Το δικαστήριο όμως μπορεί, εκτιμώντας ελεύθερα όλες τις περιστάσεις, να κρίνει την πράξη του ατιμώρητη.

Άρθρο 137 Α. -Βασανιστήρια και άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

1. Υπάλληλος ή στρατιωτικός, στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση ή η εξέταση αξιόποινων πράξεων ή πειθαρχικών παραπτωμάτων ή η εκτέλεση ποινών ή η φύλαξη ή η επιμέ­λεια κρατουμένων, τιμωρείται με κάθειρξη, εάν υποβάλλει σε βασανι­στήρια κατά την εκτέλεση αυτών των καθηκόντων πρόσωπο που βρίσκε­ται στην εξουσία του με σκοπό:

α) να αποσπάσει από αυτό ή από τρίτο πρόσωπο ομολογία, κατάθεση, πληροφορία ή δήλωση ιδίως αποκήρυξης ή αποδοχής πολιτικής ή άλλης ιδεολογίας"

β) να τιμωρήσεί"

γ) να εκφο­βίσει αυτό ή τρίτα πρόσωπα.

Με την ίδια ποινή τιμωρείται υπάλληλος ή στρατιωτικός, που με εντολή των προϊσταμένων του ή αυτοβούλως σφετερίζεται τέτοια καθήκοντα και τελεί τις πράξεις του προηγούμενου εδαφίου.

2. Βασανιστήρια συνιστούν, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, κάθε μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία ή ψυχικού πόνου ικανού να επι­φέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, καθώς και κάθε παράνομη χρησιμοποίηση χημικών, ναρκωτικών ή άλλων φυσικών ή τεχνικών μέσων με σκοπό να κάμψουν τη βούληση του θύματος.

3. Σωματική κάκωση, βλάβη της υγείας, άσκηση παράνομης σωματικής ή ψυχολογικής βίας και κάθε άλλη σοβαρή προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που τελείται από τα πρόσωπα, υπό τις περιστάσεις και για τους σκοπούς που προβλέπει η παρ.1, εφόσον δεν υπάγεται στην έννοια της παρ.2, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 3 ετών, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. Ως προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας θεωρούνται ιδίως: α) η χρησιμοποίηση ανιχνευτή αλήθειας' β) η παρατεταμένη απομόνωση. Υ) η σοβαρή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας.

4. Δεν υπάγονται στην έννοια του άρθρου αυτού πράξεις ή συνέπειες συμφυείς προς τη νόμιμη εκτέλεση ποινής ή άλλου νόμιμου περιορισμού της ελευθερίας ή προς άλλο νόμιμο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού.

Άρθρο 137 Β. -Διακεκριμένες περιπτώσεις.

1. Οι πράξεις της πρώ­της παραγράφου του προηγούμενου άρθρου τιμωρούνται με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών: α) αν χρησιμοποιούνται μέσα ή τρόποι συστημα­τικού βασανισμού, ιδίως κτυπήματα στα πέλματα του θύματος (φάλαγγα) ή ηλεκτροσόκ ή εικονική εκτέλεση ή παραισθησιογόνες ουσίες' β) αν έχουν ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη του θύματος' Υ) αν ο δράστης τελεί τις πράξεις κατά συνήθεια ή κρίνεται από τις περιστάσεις τέλεσης ως ιδιαιτέρως επικίνδυνος' δ) αν ο υπαίτιος ως προϊστάμενος έδωσε την εντολή τέλεσης της πράξης.

2. Τιμωρούνται με κάθειρξη μέχρι 1Ο έτη οι πράξεις της παρ. 3 του προηγούμενου άρθρου, όταν συντρέχουν οι περιπτώσεις β, γ και δ της προηγούμενης παραγράφου.

3. Αν οι πράξεις του προηγούμενου άρθρου επέφεραν το θάνατο του θύματος επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη.

Άρθρο 137 Γ. -Παρεπόμενες ποινές.

Καταδίκη για πράξεις των άρθρων 137Α και 137Β συνεπάγεται αυτοδίκαιη αποστέρηση των πολι­τικών δικαιωμάτων, διαρκή σε περίπτωση καταδίκης σε ισόβια κάθειρξη, δεκαετή τουλάχιστον σε περίπτωση κάθειρξης και πενταετή τουλάχιστον σε περίπτωση φυλάκισης, εφόσον άλλη διάταξη δεν προβλέπει βαρύτερη αποστέρηση. Επίσης συνεπάγεται ανικανότητα απόκτησης των ιδιοτήτων που προβλέπονται στην περίπτωση 1 του άρθρου 63, διαρκή σε περί­πτωση καταδίκης σε κάθειρξη και δεκαετή σε περίπτωση καταδίκης σε φυλάκιση.

Άρθρο 137 Δ. -Γενικές διατάξεις.

1. Κατάσταση ανάγκης ουδέποτε αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα των πράξεων των άρθρων 137Α και 1378. 2. Προσταγή προϊσταμένου, που αφορά τις πράξεις των άρθρων 137Α και 1378 ουδέποτε αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα τους.

3. Σε περίπτωση που οι πράξεις των άρθρων 137Α και 1378, τελούνται υπό καθεστώς σφετερισμού της λαϊκής κυριαρχίας, η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει μόλις αποκατασταθεί η νόμιμη εξουσία.

4. Ο παθών των πράξεων των άρθρων 137Α και 1378 δικαιούται να απαιτήσει από το δράστη και από το δημόσιο, οι οποίοι ευθύνονται εις ολόκληρον, αποζημίωση για τις ζημίες που υπέστη και χρηματική ικανο­ποίηση για ψυχική οδύνη ή ηθική βλάβη.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Προδοσία της χώρας

Άρθρο 138. -Επιβουλή της ακεραιότητας της χώρας.

1. Όποιος επιχειρεί με σωματική βία ή με απειλές σωματικής βίας να αποσπάσει από το ελληνικό κράτος έδαφος που ανήκει σ' αυτό ή να συγχωνεύσει έδαφος του ελληνικού κράτους σε άλλη πολιτεία τιμωρείται με θάνατο. 2. Οι διατάξεις των άρθρων 135 και 137 έχουν και εδώ εφαρμογή.

Άρθρο 139. -Προσβολή εναντίον της διεθνούς ειρήνης της χώρας.

1. Όποιος συνεννοείται ή διαπραγματεύεται με ξένη κυβέρνηση με σκοπό να προκαλέσει πόλεμο ή εχθροπραξίες εναντίον του ελληνικού κράτους ή κάποιου συμμάχου του, τιμωρείται με ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη.

2. Αν εξαιτίας των ενεργειών αυτών ξέσπασε πραγματικά ο πόλεμος ή άρχισαν οι εχθροπραξίες τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη ή θάνατο.

Άρθρο 140.

Όποιος με πράξεις εχθρικές, που η κυβέρνηση δεν τις εγκρίνει ή με μηχανορραφίες εκθέτει με πρόθεσή του το ελληνικό κράτος ή κάποιο σύμμαχό του σε κίνδυνο πολέμου ή εχθροπραξιών τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν εξαιτίας των ενεργειών αυτών ξέσπασε

πραγματικά ο πόλεμος ή άρχισαν οι εχθροπραξίες, τιμωρείται με κάθειρ­ξη τουλάχιστον δέκα ετών.

Άρθρο 141.

Όποιος με πρόθεσή του και με οποιεσδήποτε ενέργειες εκθέτει το ελληνικό κράτος ή σύμμαχό του ή κατοίκους τους σε κίνδυνο αντιποίνων ή εκθέσει σε κίνδυνο διατάραξης τις φιλικές σχέσεις του ελληνικού κράτους ή συμμάχου του με ξένο κράτος, τιμωρείται με φυ­λάκιση τριών μηνών μέχρι τριών ετών. Αν τα αντίποινα επήλθαν πραγ­ματικά εξαιτίας των ενεργειών του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών.

Άρθρο 142.

Όποιος από αμέλεια έγινε υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις των άρθρων 139-141 τιμωρείται, στις περιπτώσεις των άρθρων 139 και 140, με φυλάκιση μέχρι τριών ετών και στις περιπτώσεις του άρθρου 141 με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.

Άρθρο 143. -Στρατιωτική υπηρεσία στον εχθρό.

Ο Έλληνας υπή­κοος που σε καιρό πολέμου κατά του ελληνικού κράτους υπηρετεί σε εχθρικό στρατό ή παίρνει όπλα κατά της ελληνικής πολιτείας ή των συμμάχων της, τιμωρείται με την ποινή του θανάτου ή με ισόβια κάθειρξη.

Άρθρο 144. -Υποστήριξη της πολεμικής δύναμης του εχθρού.

1. Όποιος σχετικά με πόλεμο που ξέσπασε ή που επίκειται κατά της ελλη­νικής πολιτείας ενεργεί παράνομα και εν γνώσει, με τρόπο που μπορεί να ενισχύσει τις πολεμικές δυνάμεις του εχθρού ή να βλάψει τις πολε­μικές δυνάμεις της ελληνικής πολιτείας, ή των συμμάχων της, τιμωρείται με ποινή θανάτου ή με ισόβια κάθειρξη.

2. Ο ξένος υπήκοος που παρέχει στον εχθρό τα απαραίτητα για τον πόλεμο ή δάνειο, δεν τιμωρείται, εκτός αν, κατά το χρόνο της πράξης, κατοικούσε στην Ελλάδα ή σε έδαφος κατεχόμενο από την Ελλάδα ή αν όσα έδωσε στον εχθρό προέρχονται από αυτά τα εδάφη.

3. Όποιος σε έδαφος του κράτους που σε καιρό πολέμου βρίσκεται κάτω από εχθρική επιδρομή ή κατάληψη ευνοεί τις πολιτικές βλέψεις του εχθρού πάνω σ' αυτό το έδαφος ή ενεργεί εν γνώση με τρόπο που μπορεί να μειώσει την πίστη των πολιτών προς το ελληνικό κράτος, τιμωρείται με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη.

Άρθρο 145. -Παράβαση συμβάσεων.

1. Όποιος σχετικά με πόλεμο που ξέσπασε ή που επίκειται κατά της ελληνικής πολιτείας παραλείψει ολικά ή μερικά να εκτελέσει σύμβαση που αφορά τις ανάγκες των πο­λεμικών δυνάμεων της πολιτείας ή των τυχόν συμμάχων της τιμωρείται με φυλάκιση. Αν η παράλειψη προήλθε από αμέλεια, τιμωρείται με φυ­λάκιση μέχρι δύο ετών.

2. Τα εγκλήματα αυτά τιμωρούνται μόνο με αίτηση του Υπουργού της Δικαιοσύνης.

Άρθρο 146. -Παραβίαση μυστικών της Πολιτείας.

1. Όποιος με πρόθεσή του και παράνομα παραδίδει ή αφήνει να περιέλθουν στην κατοχή ή τη γνώση άλλου έγγραφα, σχέδια ή άλλα πράγματα ή ειδήσεις που τα συμφέροντα της πολιτείας ή των συμμάχων της επιβάλλουν να τηρηθούν απόρρητα απέναντι σε ξένη κυβέρνηση, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

2. Σε καιρό πολέμου ο υπαίτιος τιμωρείται με ισόβια ή πρόσκαιρη κά­θειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.

Άρθρο 147.

Όποιος γίνεται από αμέλεια υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις που αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο, αν αυτό τα σχέδια, τα έγγραφα, τα πράγματα ή οι ειδήσεις του είναι εμπιστευμένα υπηρε­σιακώς ή του είναι προσιτό χάρη στη δημόσια υπηρεσία του ή χάρη σε εντολή της αρχής ή τα έμαθε λόγω μιας σύμβασης από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 145 του Κώδικα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.

Άρθρο 148. -Κατασκοπεία.

1. Όποιος με πρόθεση και παράνομα πετυχαίνει να περιέλθουν στην κατοχή του ή στη γνώση του αντικείμενα ή ειδήσεις από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 146 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.

2. Αν όμως ο υπαίτιος ενήργησε με σκοπό να χρησιμοποιήσει τα ανωτέρω αντικείμενα ή ειδήσεις για να τα διαβιβάσει σε άλλον ή να τα ανακοινώσει έτσι ώστε να μπορούν να εκθέσουν σε κίνδυνο το συμφέρον του κρότους και ιδίως την ασφάλειά του ή κάποιου από τους συμμάχους του τιμωρείται με ποινή κάθειρξης και σε καιρό πολέμου, με ισόβια κάθειρξη ή θάνατο.

Άρθρο 149.

1. Όποιος: α) χωρίς δικαίωμα καταρτίζει εικόνες ή σχέδια οχυρώσεων πλοίων, δρόμων, καταστημάτων ή άλλων έργων ή στρατιωτικών τόπων ή β) για το σκοπό αυτό, μπαίνει κρυφό ή με απότη στα μέρη αυτό, αν η προσέλευση εκεί απαγορεύεται στο κοινό, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από ειδική διάταξη.

2. Όποιος εισέρχεται στα πιο πάνω μέρη κρυφό ή με απότη, τιμωρείται γι' αυτό και μόνο με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών.

Άρθρο 150. -Νόθευση αποδεικτικών.

Όποιος με πρόθεση νοθεύει, καταστρέφει ή κρύβει έγγραφα ή άλλα αντικείμενα που μπορούν να χρησιμεύσουν για την απόδειξη δικαιωμάτων ή την υποστήριξη συμφε­ρόντων του ελληνικού κράτους ή συμμάχου του απέναντι σε άλλο κρότος τιμωρείται με κάθειρξη.

Άρθρο 151. -Κατάχρηση πληρεξουσιότητας.

Όποιος ως πληρεξού­σιος του ελληνικού κρότους ή συμμάχου του, διεξάγει με κάποια άλλη κυβέρνηση υποθέσεις του εντολέα του με πρόθεση κατά τέτοιο τρόπο που να μπορεί να προκύψει βλάβη για τον εντολέα, τιμωρείται με κάθειρξη.

Άρθρο 152. -Γενική διάταξη.

Στις περιπτώσεις των άρθρων 142,145, 147, 148, 149, το δικαστήριο μπορεί μαζί με τη φυλάκιση να επιβάλει και στέρηση των αξιωμάτων και θέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 63 αριθμ.1.

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εγκλήματα κατά ξένων κρατών

Άρθρο 153. -Προσβολή κατά ξένου κράτους και του αρχηγού του.

1. α) Όποιος γίνεται υπαίτιος μιας από τις πράξεις των άρθρων 134 και 135 κατά ξένου κρότους που βρίσκεται σε ειρήνη με την Ελλάδα και είναι αναγνωρισμένο απ' αυτήν, καθώς και β) όποιος με πρόθεση βιαιο­πραγεί ή αποπειράται βιαιοπραγία κατά του αρχηγού ξένου κράτους που βρίσκεται σε ειρήνη με την Ελλάδα και είναι αναγνωρισμένο απ' αυτήν, καθώς και όποιος προσβάλλει δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο την τιμή του τιμωρείται με φυλάκιση' η τιμωρία επιβάλλεται αν η πράξη δεν τιμωρείται από άλλη διάταξη νόμου με βαρύτερη ποινή, αν η αμοιβαιό­τητα είναι εξασφαλισμένη, τόσο κατά το χρόνο εκτέλεσης της πράξης, όσο και όταν επιβάλλεται η τιμωρία. Η δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από αίτηση της ξένης κυβέρνησης.

2. Όποιος στην Ελλάδα γίνεται υπαίτιος μιας από τις πράξεις της παρ. 1, υπό στοιχ.β' εναντίον αρχηγού τέτοιου ξένου κράτους κατά το χρόνο της παραμονής του στη χώρα, τιμωρείται ανεξάρτητα από αμοιβαιότητα" καταδιώκεται αυτεπαγγέλτως αν έγινε υπαίτιος βιαιοπραγίας ή αποπειράθηκε να τελέσει τέτοια βιαιοπραγία όπως αναφέρεται πιο πάνω.

3. Οι προσβολές της τιμής που αναφέρονται σ' αυτό το άρθρο παραγράφονται μετά έξι μήνες" απόδειξη της αλήθειας δεν επιτρέπεται. 4. Στην περίπτωση της παραγράφου 1, στοιχ.α', του άρθρου αυτού εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 137.

Άρθρο 154. -Προσβολή της τιμής διπλωματικών αντιπροσώπων.

Όποιος γίνεται υπαίτιος μιας από τις πράξεις του προηγούμενου άρθρου, παρ.1, στοιχ.β', εναντίον πρεσβευτή διαπιστευμένου στην ελληνική πο­λιτεία ή άλλου διπλωματικού αντιπροσώπου ξένου κράτους τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη δεν τιμωρείται με αυστηρότερη ποινή από άλλη διάταξη του νόμου. Η δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του παθόντος ή αίτηση της κυβέρνησής του.

Άρθρο 155. -Προσβολή συμβόλων ξένου κράτους.

Όποιος, για να εκδηλώσει μίσος ή περιφρόνηση αφαιρεί, καταστρέφει, παραμορφώνει ή ρυπαίνει την επίσημη σημαία ή έμβλημα της κυριαρχίας ξένου κράτους, που τελεί σε ειρήνη με την Ελλάδα και είναι αναγνωρισμένο από αυτήν ή διακόπτει ή ηχητικά παρεμποδίζει τη δημόσια ανάκρουση του εθνικού του ύμνου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις έξι (6) μηνών ή με χρηματική ποινή, εφόσον η αμοιβαιότητα είναι εξασφαλισμένη τόσο κατά το χρόνο εκτέλεσης της πράξης, όσο και κατά το χρόνο εκδίκασής της. Η δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από αίτηση της ξένης κυβέρνησης.

Άρθρο 156. -Προσβολή της ουδετερότητας.

Με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή, τιμωρείται όποιος παραβιάζει απαγορευτική διαταγή που εκδίδεται από την Κυβέρνηση και που δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα της Κυβερνήσεως" με σκοπό να τηρηθεί η ουδετερότητα κατά τη διάρκεια κάποιου πολέμου. Η δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από αίτηση του Υπουρ­γού Δικαιοσύνης.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εγκλήματα κατά της ελεύθερης άσκησης των πολιτικών δικαιωμάτων

Ι. Εγκλήματα κατά πολιτικών σωμάτων και της Κυβέρνησης

Άρθρο 157. -Βία κατά πολιτικού σώματος ή της Κυβέρνησης.

1. Όποιος με βία ή με απειλή βίας επιβάλλει στη Βουλή ή την Κυβέρνηση ή σε μέλος τους την εκτέλεση, παράλειψη ή ανοχή πράξης που ανάγεται στα καθήκοντά τους τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. Η ίδια ποινή επιβάλλεται αν η πράξη στρέφεται κατά αρχηγού αναγνωρι­σμένου κατά τον κανονισμό της Βουλής πολιτικού κόμματος.

2. Ο υπαίτιος των παραπάνω πράξεων εναντίον νομαρχιακών, δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων ή άλλου συμβουλίου τοπικής αυτοδιοίκησης ή μέλους τους τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.

3. Όποιος δημόσια περιυβρίζει τη Βουλή τιμωρείται με φυλάκιση, του­λάχιστον τριών μηνών. Αν η περιύβριση τελέστηκε εναντίον κάποιου από τα συμβούλια της παρ.2 επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Η ποινική δίωξη γίνεται ύστερα από αίτηση της Βουλής ή του Συμβουλίου.

4. Το δικαστήριο μπορεί μαζί μ' αυτές τις ποινές να επιβάλει και στέρηση των αξιωμάτων και θέσεων του άρθρου 63 αριθ.1.

Άρθρο 157 Α. -Βία κατά πολιτικού κόμματος.

1. Όποιος εκτελεί πράξεις βίας κατά γραφείων πολιτικών κομμάτων που λειτουργούν νό­μιμα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, εκτός αν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 167 έχει εφαρμογή και σ' αυτή την περίπτωση.

3. Αν με τις πράξεις που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους έχουν προκληθεί φθορές, αυτές χαρακτηρίζονται ως διακεκριμένες και επισύρουν κατά του υπαιτίου τις ποινές του άρθρου 382.

Άρθρο 158. -Νόθευση εκλογής ή ψηφοφορίας.

1. Όποιος με ο­ποιονδήποτε τρόπο με πρόθεση προκαλεί την παραγωγή μη γνήσιου αποτελέσματος σε εκλογή ή ψηφοφορία που διενεργείται από τη Βουλή ή κάποια επιτροπή της, ή όποιος νοθεύει το γνήσιο αποτέλεσμα της εκλογής ή της ψηφοφορίας τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

2. Ο υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις αυτές σε εκλογή ή ψηφοφορία που διενεργείται από νομαρχιακό, δημοτικό, ή κοινοτικό συμβούλιο, ή άλλο συμβούλιο τοπικής αυτοδιοίκησης ή κάποια επιτροπή τους τιμω­ρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.

3. Το δικαστήριο μπορεί μαζί με τις ποινές αυτές να επιβάλει και στέρηση των αξιωμάτων και των θέσεων του άρθρου 63, αριθμ.1.

Άρθρο 159. -Δωροδοκία.

1. Όποιος σχετικό με κάποια εκλογή ή ψηφοφορία που διενεργείται από τη Βουλή ή κάποια επιτροπή της προ­τείνει, παρέχει ή υπόσχεται σε βουλευτή δώρα ή οποιαδήποτε άλλα ωφελήματα που δεν του οφείλονται ως αντάλλαγμα για να μην λάβει μέρος στην εκλογή ή στην ψηφοφορία ή για να ψηφίσει με ορισμένο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή.

2. Ο βουλευτής που σχετικά με κάποια από τις εκλογές ή ψηφοφορίες της παρ. 1 αυτού του άρθρου δέχεται την παροχή ή την υπόσχεση δώρων ή άλλων ωφελημάτων που δεν του οφείλονται ή απαιτεί τέτοια ως αντάλ­λαγμα για να μην λάβει μέρος στην εκλογή ή στην ψηφοφορία ή για να ψηφίσει με ορισμένο τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. 3. Όποιος σχετικά με κάποια εκλογή ή ψηφοφορία που διενεργείται από νομαρχιακό, δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο ή άλλο συμβούλιο τοπικής αυτοδιοίκησης ή επιτροπή κάποιου απ' αυτά προτείνει, παρέχει ή υπό­σχεται σε κάποιο μέλος του δώρα ή οποιαδήποτε άλλα ωφελήματα που δεν του οφείλονται ως αντάλλαγμα για να μην λάβει μέρος στην εκλογή ή ψηφοφορία ή για να ψηφίσει με ορισμένο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση

μέχρι ενός έτους και με χρηματική ποινή.

4. Ο σύμβουλος που σχετικά με κάποια από τις εκλογές ή ψηφοφορίες της παρ.3 αυτού του άρθρου δέχεται την παροχή ή υπόσχεση δώρων ή άλλων ωφελημάτων που δεν του οφείλονται ή απαιτεί τέτοια ως αντάλ­λαγμα για να μην λάβει μέρος στην εκλογή ή ψηφοφορία ή για να ψηφίσει με ορισμένο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους και με χρηματική ποινή.

5. Το δικαστήριο μπορεί μαζί με αυτές τις ποινές να επιβάλει και στέρηση των αξιωμάτων και των θέσεων του άρθρου 63, αριθμ.1.

Άρθρο 160. -Διατάραξη συνεδριάσεων.

1. Όποιος με πρόθεση παρεμποδίζει τη διεξαγωγή συνεδρίασης της Βουλής ή κάποιας επι­τροπής της ή τη διαταράσσει προκαλώντας θόρυβο ή αταξία ή με ο­ποιονδήποτε άλλο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.

2. Όποιος με κάποιον από τους παραπάνω τρόπους με πρόθεση παρε­μποδίζει ή διαταράσσει συνεδρίαση νομαρχιακού, δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου ή άλλου συμβουλίου τοπικής αυτοδιοίκησης ή κάποιας επι­τροπής τους τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή.

ΙΙ. Εγκλήματα κατά ης εκλογές

Άρθρο 161. -Βία κατά εκλογέων.

Όποιος με βία ή απειλές βίας παρεμποδίζει κάποιον εκλογέα από την ενάσκηση του εκλογικού του δικαιώματος ή επιβάλλει την ενάσκηση του ή την ψηφοφορία υπέρ ή κατά κάποιου υποψηφίου σε εκλογές βουλευτών ή νομαρχιακών, δημο­τικών ή κοινοτικών αρχών τιμωρείται με φυλάκιση. Το δικαστήριο μπορεί εκτός από την ποινή να επιβάλλει και στέρηση των αξιωμάτων και των θέσεων του άρθρου 63, αριθμ.1.

Άρθρο 162. -Εξαπάτηση εκλογέων.

Όποιος με ψευδείς ειδήσεις ή συκοφαντικές διαδόσεις που ανάγονται στο πρόσωπο κάποιου υποψη­φίου ή με άλλο τρόπο εξαπατά εκλογέα είτε για να μην ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα, είτε για να μεταβάλλει το εκλογικό του φρόνημα σε κάποια από τις εκλογές που αναφέρονται στο άρθρο 161 τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή.

Άρθρο 163. -Παραβίαση της μυστικότητας της ψηφοφορίας.

Όποιος σε μυστική εκλογή, κατορθώνει με οποιονδήποτε τρόπο να μάθεις fre ο ίδιος είτε τρίτος την ψήφο που έδωσε ο εκλογέας τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.

Άρθρο 164. -Νόθευση της εκλογής.

1. Όποιος ψηφίζει χωρίς να έχει το δικαίωμα σε κάποια από τις εκλογές του άρθρου 161 ή ψηφίζει κατ' επανάληψη ή δίνει πολλαπλή ψήφο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο και με πρόθεση προκαλεί την παραγωγή μη γνήσιου αποτελέσματος της εκλογής, ή όποιος νοθεύει το γνήσιο αποτέλεσμά της, τιμωρείται με φυλάκιση μέxρι δύο ετών. Αν ο υπαίτιος εκτελούσε υπηρεσία κατά την εκλογή, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.

2. Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 161 εφαρμόζεται και σ' αυτή την περίπτωση.

Άρθρο 165. -Δωροδοκία κατά τις εκλογές.

1. Όποιος σχετικά με κάποια από τις εκλογές του άρθρου 161, από την προκήρυξή της και έως το πέρας της ψηφοφορίας προτείνει, παρέxει ή υπόσχεται σε εκλο­γέα δώρα ή οποιαδήποτε άλλα ωφελήματα που δεν του οφείλονται ως αντάλλαγμα για να παραλείψει την άσκηση του εκλογικού του δικαιώμα­τος ή για να το ασκήσει με ορισμένο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή. Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 161 ~αρμόζεται και σ' αυτήν την περίπτωση.

2. Με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται ο εκλο­γέας που σχετικά με κάποια από τις εκλογές του άρθρου 161 και κατά το χρόνο που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο δέχεται την παροχή ή υπόσχεση δώρων ή άλλων ωφελημάτων που δεν του οφείλονται ή απαιτεί τέτοιο ως αντάλλαγμα, για να παραλείψει την άσκηση του εκλογικού του δικαιώματος ή για να το ασκήσει με ορισμένον τρόπο.

Άρθρο 166. -Διατάραξη της εκλογής.

Όποιος με πρόθεση παρε­μποδίζει τη διεξαγωγή κάποιας εκλογής που αναφέρει το άρθρο 161 ήπτ διαταράσσει προκαλώντας θόρυβο ή αταξία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας

Άρθρο 167. -Αντίσταση.

1. Όποιος μεταχειρίζεται βία ή απειλή βίας για να εξαναγκάσει κάποια αρχή ή υπάλληλο να ενεργήσουν πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά τους ή να παραλείψουν νόμιμη πράξη, καθώς και όποιος βιαιοπραγεί κατά υπαλλήλου ή προσώπου που έχει προσλη­φθεί ή άλλου υπαλλήλου που έχει προστρέξει για να τον υποστηρίξει ενώ διαρκεί η νόμιμη ενέργειά του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Σε κάθε περίπτωση αποκλείεται η μετατροπή ή η αναστολή της ποινής.

2. Αν οι πράξεις που προβλέπει η προηγούμενη παράγραφος έγιναν από πρόσωπο που οπλοφορεί ή φέρει αντικείμενα με τα οποία μπορεί να προκληθεί σωματική βλάβη ή έχει καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτη­ριστικά του ή έγιναν από περισσότερους, καθώς και αν το πρόσωπο κατά του οποίου στράφηκε η πράξη διέτρεξε σοβαρό προσωπικό κίνδυνο επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών εφόσον η πράξη δεν τιμω­ρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

Άρθρο 168. -Προσβολές κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας.

1. Όποιος βιαιοπραγεί κατά του προσώπου του Προέδρου της Δημοκρατίας ή εκείνου που ασκεί την προεδρική εξουσία τιμωρείται με κάθειρξη.

2. Όποιος προσβάλλει την τιμή του Προέδρου της Δημοκρατίας ή εκείνου που ασκεί την προεδρική εξουσία ή τον δυσφημεί δημόσια ή όταν είναι παρών τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.

3. Το αξιόποινο των εγκλημάτων των παραγράφων 1 και 2 παραγράφεται μετά έξι μήνες.

Άρθρο 169. -Απείθεια.

Με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών τιμωρείται όποιος, ύστερα από νόμιμη πρόσκληση, αρνείται σε κάποιον από τους υπαλλήλους του άρθρου 13, παρ.α', χωρίς αντίσταση την υπηρεσία ή συνδρομή που οφείλεται κατά το νόμο ή την είσοδο σε οποιοδήποτε μέρος για να επιχειρηθεί κάποια νόμιμη υπηρεσιακή ενέργεια.

Άρθρο 170. -Στάση.

1. Όποιος με πρόθεση συμμετέχει σε δημόσια συνάθροιση πλήθους που διαπράττει με ενωμένες δυνάμεις κάποια από τις πράξεις του άρθρου 167 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.

2. Οι υποκινητές της στάσης, καθώς και εκείνοι που μεταχειρίστηκαν σωματική βία ή απειλές σωματικής βίας ή βιαιοπράγησαν, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν άλλη διάταξη νόμου δεν τιμωρεί την πράξη με βαρύτερη ποινή.

Άρθρο 171. -Θρασύτητα κατά της αρχής.

1. Όποιος μετέχει σε δημόσια συνάθροιση στο ύπαιθρο που απαγορεύτηκε νόμιμα από την αρμόδια αρχή τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή.

2. Όταν πλήθος συγκεντρωμένο στο ύπαιθρο κληθεί νόμιμα από τον αρμόδιο πολιτικό ή στρατιωτικό υπάλληλο να διαλυθεί, καθένας από τους συγκεντρωμένους που δεν απομακρύνεται από τη συνάθροιση μετά την τρίτη πρόσκληση τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρημα­τική ποινή.

Άρθρο 172. -Ελευθέρωση φυλακισμένου.

1. Όποιος με πρόθεση ελευθερώνει φυλακισμένο ή άλλον που κρατείται με διαταγή της αρχής τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.

2. Όποιος γίνεται από αμέλεια υπαίτιος κάποιας απ' αυτές τις πράξεις τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή αν ήταν για οποιονδήποτε λόγο υπόχρεος να φυλάξει εκείνον που απέδρασε .

μένει εντελώς ατιμώρητος αν με δική του προσπάθεια συλληφθεί αυτός που απέδρασε μέσα σε δεκαπέντε ημέρες.

Άρθρο 173. -Απόδραση κρατουμένου.

1. Αν αποδράσει φυλακισμέ­νος ή άλλος κρατούμενος με διαταγή της αρμόδιας αρχής τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Η παραπάνω ποινή εκτελείται ολόκληρη μετά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε ή θα επιβληθεί για την πράξη για την οποία ήταν κρατούμενος αυτός που απέδρασε,

2. Οποιοσδήποτε άλλος συμμετείχε στην απόδραση τιμωρείται με φυλά­κιση.

Άρθρο 174. -Στάση κρατουμένων.

1. Φυλακισμένοι ή άλλοι κρα­τούμενοι με διαταγή της αρχής που με ενωμένες δυνάμεις: α) επιχειρούν βίαια ν' αποδράσουν' β) επιτίθενται με έργα κατά των υπαλλήλων της φυλακής ή του κρατητηρίου ή κατά εκείνων στους οποίους έχει ανατεθεί η φύλαξη ή η επίβλεψη' Υ) επιχειρούν με τη βία ή με απειλή να εξανα­γκάσουν κάποιον απ' αυτούς σε πράξη ή παράλειψη τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.

2. Όποιος απ' αυτούς βιαιοπραγήσει κατά κάποιου από τα παραπάνω πρόσωπα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.

3. Οι παραπάνω ποινές εκτίονται ολόκληρες μετά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε ή που θα επιβληθεί για την πράξη για την οποία ήταν κρατούμενος ο υπαίτιος.

Άρθρο 175. -Αντιποίηση.

1. Όποιος με πρόθεση αντιποιείται την άσκηση κάποιας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή.

2. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για την αντιποίηση της άσκησης δικηγορίας, καθώς επίσης και για την αντιποίηση άσκησης υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού ή άλλης θρησκείας γνωστής στην Ελλάδα.

Άρθρο 176.

Όποιος δημόσια και χωρίς δικαίωμα φορεί στολή ή άλλο διακριτικό σημείο δημοσίου, δημοτικού, κοινοτικού ή θρησκευτικού λειτουργού από εκείνους που αναφέρει η παρ.2 του άρθρου 175 ή παράσημο ή τίτλο που δεν δικαιούται να φέρει νόμιμα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή.

Άρθρο 177. -Παραβίαση κατάσχεσης.

Όποιος με πρόθεση κατα­στρέφει, βλάπτει ή υφαιρεί κατασχεμένο πράγμα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

Άρθρο 178. -Παραβίαση σφραγίδων που έθεσε η αρχή.

Όποιος με πρόθεση και αυθαίρετα θραύει ή βλάπτει σφραγίδα που έθεσε η αρχή για την κατάσχεση ή για τη φύλαξη κλεισμένων πραγμάτων ή εγγράφων ή για τη βεβαίωση της ταυτότητάς τους ή ματαιώνει με οποιονδήποτε τρόπο μια τέτοια σφράγιση τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

Άρθρο 179. -Παραβίαση φύλαξης της αρχής.

Όποιος με πρόθεση καταστρέφει, βλάπτει ή με οποιονδήποτε τρόπο αφαιρεί από την εξουσία της αρχής έγγραφα ή άλλα πράγματα που βρίσκονται στη φύλαξή της ή που αυτή τα παρέδωσε στη φύλαξη άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.

Άρθρο 180. -Βλάβη επίσημων κοινοποιήσεων.

Με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος με πρόθεση και αυθαίρετα αφαιρεί, βλάπτει ή παραμορφώνει τις επίσημες κοινοποιήσεις που η αρχή έχει δημόσια τοιχοκολλήσει ή εκθέσει.

Άρθρο 181. -Προσβολή συμβόλων του ελληνικού Κράτους.

Όποιος, για να εκδηλώσει μίσος ή περιφρόνηση, αφαιρεί, καταστρέφει ή ρυπαίνει την επίσημη σημαία του Κράτους ή έμβλημα της κυριαρχίας του, τιμω­ρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών.

Άρθρο 182. -Παραβίαση περιορισμών διαμονής.

Με φυλάκιση μέ­χρι έξι μηνών τιμωρείται όποιος παραβιάζει τους περιορισμούς που του έχουν επιβληθεί νόμιμα στην ελευθερία της διαμονής και τις σχετικές υποχρεώσεις του.

ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Επιβουλή της Δημόσιας Τάξης

Άρθρο 183. -Διέγερση.

Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει δημόσια σε απείθεια κατά των νόμων ή των διαταγμάτων ή εναντίον άλλων νόμιμων διαταγών της αρχής τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.

Άρθρο 184.

Όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει σε διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.

Άρθρο 185.

Όποιος εγκωμιάζει δημόσια και με οποιονδήποτε τρόπο έγκλημα που διαπράχθηκε και έτσι εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.

Άρθρο 186. -Πρόκληση και προσφορά για την εκτέλεση κακουργήματος ή πλημμελήματος.

1. Όποιος προκαλεί ή παροτρύνει με οποιον­δήποτε τρόπο κάποιον να διαπράξει ορισμένο κακούργημα, καθώς και όποιος προσφέρεται ή αποδέχεται τέτοια πρόκληση ή προσφορά, τιμω­ρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.

2. Όποιος προκαλεί ή παροτρύνει με οποιονδήποτε τρόπο κάποιον να διαπράξει ορισμένο πλημμέλημα, καθώς και όποιος προσφέρεται γι' αυτό και όποιος αποδέχεται τέτοια πρόκληση ή προσφορά, τιμωρείται με φυλάκιση.

3. Οι ποινές των προηγούμενων παραγράφων επιβάλλονται αν η πράξη δεν τιμωρείται, βαρύτερα με άλλη διάταξη.

4. Οι πράξεις του άρθρου αυτού μπορεί να μείνουν ατιμώρητες αν ο υπαίτιος ανακάλεσε με δική του θέληση την πρόκληση, την προσφορά ή την αποδοχή.

Άρθρο 187. -Σύσταση και συμμορία.

1. Όποιος συμφωνεί με άλλον να διαπράξουν ορισμένο κακούργημα ή ενώνεται με άλλον για την διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων που δεν καθορίστηκαν ακόμη ει­δικό. τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.

2. Όποιος συμφωνεί ή ενώνεται με άλλον για να διαπράξουν ένα ή περισσότερα πλημμελήματα για τα οποία απειλείται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται με φυλάκιση.

3. Ο υπαίτιος απαλλάσσεται από την ποινή των προηγούμενων παραγρά­φων αν με αναγγελία στην αρχή καταστήσει δυνατή την πρόληψη της διάπραξης των κακουργημάτων ή πλημμελημάτων.

Άρθρο 188. - Συμμετοχή σε αθέμιτο σωματείο.

Όποιος συμμετέχει σε σωματείο του οποίου οι σκοποί αντιβαίνουν σε ποινικές διατάξεις τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.

Άρθρο 189. -Διατάραξη της κοινής ειρήνης.

1. Όποιος συμμετέχει σε δημόσια συνάθροιση πλήθους που με ενωμένες δυνάμεις διαπράττει βιαιοπραγίες εναντίον προσώπων ή πραγμάτων ή εισβάλλει παρ όνομα σε ξένα σπίτια, κατοικίες ή άλλα ακίνητα κτήματα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

2. Οι υποκινητές και εκείνοι που εκτέλεσαν βιαιοπραγίες τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.

3. Οι ποινές αυτές επιβάλλονται αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

Άρθρο 190. -Διατάραξη της ειρήνης των πολιτών.

Όποιος με απει­λές ότι θα διαπραχθούν κακουργήματα ή πλημμελήματα διεγείρει σε ανησυχία ή τρόμο τους πολίτες τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

Άρθρο 191.

1. Σε φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και σε χρη­ματική ποινή καταδικάζεται όποιος διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις ή φήμες ικανές να επιφέρουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να ταράξουν τη δημόσια πίστη ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στο εθνικό νόμισμα ή στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας ή να επιφέρουν διαταραχή στις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Αν η πράξη τελέστηκε επανειλημμένα μέσω του τύπου, ο υπαίτιος καταδικάζεται τουλάχιστον σε φυλάκιση έξι μηνών και σε χρηματική ποινή τουλάχιστον διακοσίων χιλιάδων μεταλλικών δραχμών.

2. Όποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή.

Άρθρο 192.

Όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει τους πολίτες σε βιαιοπραγίες μεταξύ τους ή σε αμοιβαία διχό­νοια και έτσι διαταράσσει την κοινή ειρήνη, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν σύμφωνα με άλλη διάταξη δεν επιβάλλεται αυστηρότερη ποινή.

Άρθρο 193. -Έγκλημα σε κατάσταση υπαίτιας μέθης.

1. Όποιος εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 35 με πρόθεση ή από αμέλεια, περιάγει τον εαυτό του σε κατάσταση μέθης που αποκλείει κατά το άρθρο 34 την ικανότητα για καταλογισμό και σ' αυτή την κατάσταση γίνεται υπαίτιος πράξης, η οποία αλλιώς θα του είχε καταλογιστεί σαν κακούργημα ή πλημμέλημα, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών αν

η πράξη είναι πλημμέλημα, και με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη είναι κακούργημα.

2. Αν η πράξη διώκεται μόνο ύστερα από έγκληση, η ποινική δίωξη ασκείται μόνο μετά την υποβολή της.

Άρθρο 194. -Πρόσκληση σε συνεισφορά για χρηματικές ποινές.

Όποιος με σκοπό την αποδοκιμασία δικαστικής απόφασης με την οποία επιβλήθηκε χρηματική ποινή ή αποζημίωση ή δικαστικά έξοδα προκαλεί δημόσια σε συνεισφορά για την καταβολή τους ή δημοσιεύει τα ονόματα συνδρομητών για τέτοιο σκοπό τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή.

Άρθρο 195. -Κατάρτιση ένοπλης ομάδας.

Όποιος χωρίς δικαίωμα καταρτίζει ένοπλη ομάδα που δεν αποβλέπει ~η διάπραξη εγκλημάτων, την εφοδιάζει με πολεμοφόδια ή αναλαμβάνει την αρχηγία της, καθώς και εκείνος που συμμετέχει σε τέτοια ομάδα, τιμωρείται με φυλάκιση τoυλάχιστoν έξι μηνών.

Άρθρο 196. -Κατάχρηση εκκλησιαστικού αξιώματος.

Ο θρησκευ­τικός λειτουργός που κατά την ενάσκηση των έργων του ή δημόσια και με την ιδιότητά του προκαλεί ή διεγείρει τους πολίτες σε εχθροπάθεια κατά της πολιτειακής εξουσίας ή άλλων πολιτών τιμωρείται με φυλάκιση

μέχρι τριών ετών.

Άρθρο 197. -Διατάραξη συνεδριάσεων.

1. Όποιος χωρίς να διατα­ράξει την κοινή ειρήνη εμποδίζει αυθαίρετα τις συνεδριάσεις υπηρεσια­κού συλλόγου συγκροτημένου σύμφωνα με το νόμο για τη διεξαγωγή δημόσιων υποθέσεων ή πολιτικού κόμματος που λειτουργεί νόμιμα ή σωματείου αναγνωρισμένου σύμφωνα με το νόμο ή των αρχών τους ή των αρχών και συμβουλίων κάποιου καθιδρύματος ή τις διαταράσσει σοβαρά με διέγερση θορύβου ή αταξίας ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

2. Αν η πράξη που τελέστηκε αφορά συνεδρίαση δικαστηρίoυ, επιβάλ­λεται φυλάκιση τoυλάχιστoν έξι μηνών.

ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Επιβουλή της θρησκευτικής ειρήνης

Άρθρο 198. -Κακόβουλη βλασφημία.

1. Με φυλάκιση μέχρι δύο ετών τιμωρείται όποιος δημόσια και κακόβουλα βρίζει με οποιονδήποτε τρόπο το Θεό.

2. Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ.1, εκδηλώνει δημόσια με βλασφημία έλλειψη σεβασμού προς τα θεία, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών μηνών.

Άρθρο 199. -Καθύβριση θρησκευμάτων.

Όποιος δημόσια και κα­κόβουλα καθυβρίζει με οποιονδήποτε τρόπο την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού ή άλλη θρησκεία ανεκτή στην Ελλάδα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

Άρθρο200. -Διατάραξη θρησκευτικών συναθροίσεων.

1. Όποιος κακόβουλα προσπαθεί να εμποδίσει ή με πρόθεση διαταράσσει μία ανε­κτή κατά το πολίτευμα θρησκευτική συνάθροιση για λατρεία ή τελετή, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος μέσα σε εκκλησία ή σε τόπο ορισμένο για θρησκευτική συνάθροιση ανεκτή κατά το πολίτευμα, ενεργεί υβριστικό ανάρμοστες πράξεις.

Άρθρο 201. -Περιύβριση νεκρών.

Όποιος αφαιρεί αυθαίρετα νεκρό ή μέλη του ή την τέφρα του, από εκείνους που έχουν δικαίωμα να τα φυλάξουν ή ενεργεί πράξεις υβριστικό ανάρμοστες σχετικές με αυτό ή με τάφο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εγκλήματα που ανάγονται στη στρατιωτική υπηρεσία και στην υποχρέωση για στράτευση

Άρθρο 202. -Διέγερση αυτών που έχουν υποχρέωση στρατιωτικής υπηρεσίας.

1. Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο και με πρόθεση προκαλεί ή διεγείρει πρόσωπο που υπηρετεί στο στρατό να παραβεί υπηρεσιακή υποχρέωση τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.

2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκαλεί ή διεγείρει πρόσωπο που έχει υποχρέωση να στρατευθεί να μην υπακούσει στην πρόσκληση όταν το καλέσουν στο στρατό.

3. Όποιος σε καιρό πολέμου, ένοπλης στάσης ή γενικής επιστράτευσης διαπράξει τις πράξεις που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

4. Οι ποινές αυτού του άρθρου επιβάλλονται, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

Άρθρο 203. -Τεχνητή πρόκληση ανικανότητας για τη στρατιωτική υπηρεσία.

1. Όποιος με πρόθεση και για να αποφύγει τη στράτευση καθιστά μόνος ή με τη βοήθεια άλλου τον εαυτό του ανίκανο για την υπηρεσία στο στρατό με ακρωτηριασμό, ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ολικά ή μερικά, διαρκώς ή πρόσκαιρα, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων.

2. Με την ίδια ποινή φυλάκισης και με χρηματική ποινή, αν με άλλη διάταξη δεν τιμωρείται η πράξη βαρύτερα, τιμωρείται και όποιος με l1ρόθεση προκαλεί τέτοια ανικανότητα σε άλλον με την θέλησή του.

3. Όποιος σε καιρό πολέμου, ένοπλης στάσης ή γενικής επιστράτευσης τελεί τις πράξεις που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

Άρθρο 204. -Απάτη για την αποφυγή της στράτευσης.

Όποιος μεταχειρίζεται απατηλά μέσα για ν' αποφύγει ο ίδιος ή κάποιος άλλος, ολικά ή μερικά, διαρκώς ή πρόσκαιρα την υποχρέωση για στράτευση τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει και στέ­ρηση των πολιτικών δικαιωμάτων.

Άρθρο 205. -Παράνομη αποδημία.

1. Όποιος φεύγει στην αλλοδαπή χωρίς άδεια και για να αποφύγει τη στράτευση, καθώς και όποιος βρί­σκεται στην αλλοδαπή και δεν προσέρχεται εγκαίρως για να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

2. Όποιος φεύγει στην αλλοδαπή χωρίς τη σχετική άδεια που απαιτεί ο στρατολογικός νόμος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή.

Άρθρο 206.

Στρατολογία για ξένο κρότος. Όποιος στρατολογεί Έλληνα πολίτη για στρατιωτική υπηρεσία σε ξένο κράτος, καθώς και όποιος τον βοηθεί με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση.

ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εγκλήματα σχετικά με το νόμισμα

Άρθρο 207. -Παραχάραξη.

Όποιος παραποιεί ή νοθεύει ελληνικό ή ξένο μεταλλικό νόμισμα ή χαρτονόμισμα με σκοπό να το θέσει σε κυκλο­φορία σαν γνήσιο, καθώς και όποιος προμηθεύεται τέτοιο νόμισμα για τον ίδιο σκοπό, τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή. Σε ιδιαίτερα ελαφρές περιπτώσεις τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή.

Άρθρο 208. -Κυκλοφορία παραχαραγμένων νομισμάτων.

1. Όποιος με πρόθεση θέτει σε κυκλοφορία παραχαραγμένο νόμισμα ή χαρτονόμι­σμα σαν γνήσιο, τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή και σε ιδιαίτερα ελαφρές περιπτώσεις με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή.

2. Αν όμως ο υπαίτιος ή αντιπρόσωπός του είχε δεχθεί το νόμισμα σαν γνήσιο. του επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή χρηματική ποινή. Η ίδια ποινή επιβάλλεται. αν ο υπαίτιος ενήργησε εκτελώντας εντολή εκεί­νου στον οποίο δόθηκε το νόμισμα σαν γνήσιο. όταν βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης με τον εντολέα ή ζει μαζί του στην ίδια κατοικία.

Άρθρο 209. -Κιβδηλεία.

Όποιος με κοπή, τρύπημα ή ρίνισμα ή με άλλον τρόπο ελαττώνει την εσωτερική αξία του μεταλλικού νομίσματος με σκοπό να το θέσει σε κυκλοφορία σαν να είχε πλήρη την εσωτερική του αξία. καθώς και εκείνος που προμηθεύεται κίβδηλο νόμισμα για τον ίδιο σκοπό, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή.

Άρθρο 210. -Κυκλοφορία κίβδηλων νομισμάτων.

1. Όποιος με πρόθεση θέτει σε κυκλοφορία νόμισμα κίβδηλο σαν να είχε πλήρη την εσωτερική του αξία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή.

2. Αν όμως ο υπαίτιος ή ο αντιπρόσωπός του είχε δεχθεί το νόμισμα αυτό σαν γνήσιο. του επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή χρηματική ποινή. Η ίδια ποινή επιβάλλεται αν ο υπαίτιος ενήργησε εκτελώντας εντολή εκείνου στον οποίο δόθηκε το νόμισμα σαν γνήσιο, όταν βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης με τον εντολέα ή ζει μαζί του στην ίδια κατοικία.

Άρθρο 211. -Προπαρασκευαστικές πράξεις.

Όποιος με σκοπό να διαπράξει κάποιο από τα εγκλήματα των άρθρων 207 και 209 παρασκευά­ζει ή προμηθεύεται με οποιονδήποτε τρόπο διάφορα μέσα. σκεύη ή εργαλεία. χρήσιμα γι' αυτόν τον σκοπό τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών και με χρηματική ποινή.

Άρθρο 212.

Απαλλάσσεται από κάθε ποινή όποιος στις περιπτώσεις του προηγούμενου άρθρου καταστρέφει με την ελεύθερη θέλησή του τα αντικείμενα που αναφέρονται σ' αυτό πριν τα χρησιμοποιήσει.

Άρθρο 213. -Δήμευση.

1. Η δήμευση των παραχαραγμένων ή κί­βδηλων νομισμάτων και των μέσων. σκευών και εργαλείων του άρθρου211 διατάσσεται και αν ακόμα δεν διωχθεί και καταδικασθεί ορισμένο πρόσωπο και ανεξάρτητα από το αν αυτά ανήκουν ή όχι στον αυτουργό ή το συναίτιο της παραχάραξης ή κιβδηλείας.

2. Αν όμως ο κύριος των νομισμάτων ή του υλικού από το οποίο κατα­σκευάστηκαν είναι αποδεδειγμένα αμέτοχος στην παραχάραξη ή την κιβδηλεία, τα νομίσματα αχρηστεύονται ως νομίσματα και αποδίδονται ύστερα από αυτό στον κύριο.

Άρθρο 214. -Τραπεζογραμμάτια και άλλοι τίτλοι που εξομοιώνονται μ' αυτά. Για την εφαρμογή των διατάξεων του κεφαλαίου αυτού εξομοιώνονται με το χαρτονόμισμα τα τραπεζογραμμάτια, οι ομολογίες που περιέχουν υπόσχεση πληρωμής ορισμένου χρηματικού ποσού, οι μετοχές, οι προσωρινοί τίτλοι μετοχών, τα τοκομερίδια, οι μερισματαπο­δείξεις ή οι αποδείξεις για την ανανέωση τέτοιων μερισμάτων, αν αυτοί οι τίτλοι είναι στον κομιστή και εκδόθηκαν από κάποιον που είχε το δικαίωμα να τους εκδώσει ή φαίνονται ότι εκδόθηκαν από τέτοιο πρό­σωπο.

Άρθρο 215. -Παράνομη έκδοση ανώνυμων ομολογιών.

Όποιος θέτει παράνομα σε κυκλοφορία στην Ελλάδα ανώνυμες ομολογίες του περιέχουν υπόσχεση πληρωμής ορισμένου χρηματικού ποσού τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

ΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εγκλήματα σχετικά με τα υπομνήματα

Άρθρο 216.. -α. Πλαστογραφία.

1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση.

2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο.

3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παράγραφοι 1-2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

Άρθρο 217. -Πλαστογραφία πιστοποιητικών.

1. Όποιος με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού του ίδιου ή άλλου καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πιστοποιητικό ή μαρτυρικό ή άλλο έγγραφο που μπορεί να χρησιμεύσει συνήθως για τέτοιους σκοπούς ή εν γνώσει του χρησιμοποιεί τέτοιο πλαστό ή νοθευ­μένο έγγραφο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή.

2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος χρησιμοποιεί για τον ίδιο σκοπό τέτοιο έγγραφο, που είναι γνήσιο, είχε εκδοθεί όμως για άλλον.

Άρθρο 218. -Πλαστογραφία και κατάχρηση ενσήμων.

1. Όποιος:

α) καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει επίσημα ένσημα δηλωτικό αξίας, ιδίως ταχυδρομικό ή χαρτόσημα ή άλλα φορόσημα, με σκοπό να τα χρησιμο­ποιήσει σαν γνήσια. β) εν γνώσει τα χρησιμοποιεί σαν γνήσια. γ) τα προμηθεύεται γι' αυτόν το σκοπό ή τα προσφέρει στην αγορά ή τα εισάγει σε κυκλοφορία τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

2. Όποιος εν γνώσει ξαναχρησιμοποιεί επίσημα ένσημα δηλωτικό αξίας, που είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί ή τα αποκτά με σκοπό να τα ξαναχρησι­μοποιήσει προσφέροντάς τα στην αγορά ή εισάγοντάς τα σε κυκλοφορία τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή.

3. Όποιος με σκοπό να εκτελέσει κάποιαν από τις παραπάνω πράξεις κατασκευάζει, προμηθεύεται ή παραδίδει σε άλλον μέσα, σκεύη ή εργα­λεία χρήσιμα για το σκοπό αυτόν τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. 4. Το δικαστήριο διατάσσει τη δήμευση των πλαστών ενσήμων, εκείνων που έχουν ξαναχρησιμοποιηθεί και εκείνων που προορίζονται να ξανα­χρησιμοποιηθούν' μπορεί επίσης να διατάξει τη δήμευση των σκευών και εργαλείων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο και όταν δεν διώκεται ή δεν καταδικάζεται ορισμένο πρόσωπο.

Άρθρο 219.

Η διάταξη του άρθρου 212 εφαρμόζεται ανάλογα και στις πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 218 παρ.3.

Άρθρο 220. -β. Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης.

1. Όποιος πετυ­χαίνει με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθώς περι­στατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, καθώς και όποιος χρη­σιμοποιεί τέτοια ψευδή βεβαίωση για να εξαπατήσει άλλον σχετικό με το περιστατικό αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα από τις διατάξεις για την ηθική αυ­τουργία.

2. Αν όμως υπάρχουν οι όροι του άρθρου 216 παρ.3, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.

Άρθρο 221. -γ. Ψευδείς ιατρικές πιστοποιήσεις.

1. Γιατροί, οδο­ντίατροι, κτηνίατροι, φαρμακοποιοί, χημικοί και μαίες που εν γνώσει εκδίδουν ψευδείς πιστοποιήσεις, οι οποίες προορίζονται να παρέχουν πίστη σε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου ή σε μια ασφαλιστική επιχείρηση ή που μπορούν να ζημιώσουν έννομα και ουσιώδη συμφέροντα άλλου προσώπου τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή. Αν οι ψευδείς αυτές πιστοποιήσεις προορίζονται για δικαστική χρήση, αυτοί που τις εκδίδουν τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή, με στέρηση των αξιωμάτων και θέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 63 αριθμ.1, ως και με απαγόρευση ασκήσεως του επαγγέλματός τους για χρονικό διάστημα από ίνα μήνα μέχρι έξι μήνες.

2. Με φυλάκιση μέχρι ενός έτους τιμωρείται όποιος χρησιμοποιεί τέτοια ψευδή πιστοποίηση για να εξαπατήσει δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή, ή νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου ή ασφαλιστική επιχείρηση. Αν έγινε δικαστική χρήση της ανωτέρω ψευδούς πιστοποίησης ο διάδικος που έκαμε τη χρήση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.

Άρθρο 222. -δ. Υπεξαγωγή εγγράφων.

Όποιος με σκοπό να βλάψει άλλον αποκρύπτει, βλάπτει ή καταστρέφει έγγραφο του οποίου δεν είναι κύριος ή δεν είναι αποκλειστικά κύριος ή που άλλος έχει δικαίωμα, κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου, να ζητήσει την παράδοση ή την επί­δειξή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

Άρθρο 223. -ε. Μετακίνηση οροσήμων.

1. Όποιος, με σκοπό να βλάψει άλλον αφαιρεί, καθιστά αγνώριστα, μετατοπίζει ή ψευδώς τοπο­θετεί ορόσημα ή άλλα σημάδια που χρησιμεύουν για τον καθορισμό ορίων ή του ύψους και της διαίρεσης των υδάτων, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

2. Αν η πράξη έγινε χωρίς αυτόν τον σκοπό, με πρόθεση όμως, επιβάλ­λεται φυλάκιση μέχρι τριών μηνών ή χρηματική ποινή.

ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εγκλήματα σχετικό με την απονομή της Δικαιοσύνης

Άρθρο 224. -Ψευδορκία.

1. Όποιος ως διάδικος σε πολιτική δίκη δίνει εν γνώσει του ψευδή όρκο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.

2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή ανα­φέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια.

3. Εξομοιώνονται με τον όρκο η διαβεβαίωση των κληρικών στην ιεροσύνη τους, η διαβεβαίωση που επιτρέπει ο νόμος αντί για όρκο στους οπαδούς θρησκευμάτων που δεν επιτρέπουν όρκο, καθώς και κάθε άλλη βεβαίωση που αναπληρώνει τον όρκο, κατά τις διατάξεις της δικονομίας.

Άρθρο 225. -Ψευδής ανώμοτη κατάθεση.

Με φυλάκιση το πολύ δύο ετών τιμωρείται:

α) όποιος, όταν εξετάζεται χωρίς όρκο ως διάδικος ή μάρτυρας από αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει του καταθέτει ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια"

β) όποιος δη­λώνει πως είναι έτοιμος να δώσει στο δικαστήριο ψευδή όρκο, που όμως δεν έδωσε, γιατί ο αντίδικος τον δέχθηκε σαν δοσμένο.

2. Με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος, σε κάθε άλλη περίπτωση, όταν εξετάζεται από κάποια αρχή ή από εξου­σιοδοτημένο όργανό της ή όταν αναφέρεται σ' αυτήν, εκθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος εμφανίζεται ως μάρτυρας ενώπιον κάποιας αρχής και αρνείται επίμονα να δώσει τη μαρτυρία του ή τον όρκο της μαρτυρίας του.

Άρθρο 226. -Ψευδορκία κ.λ.π. πραγματογνώμονα και διερμηνέα.

1. Όποιος ως πραγματογνώμονας ή διερμηνέας εν γνώσει εκθέτει με όρκο ψέματα ή αποκρύπτει την αλήθεια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.

2. Η διάταξη του άρθρου 67 εφαρμόζεται αναλόγως και σ' αυτή την περίπτωση.

3. Αν η ψευδής γνωμοδότηση του πραγματογνώμονα ή η ψευδής μετά­φραση του διερμηνέα έγιναν χωρίς όρκο, επιβάλλεται φυλάκιση το πολύ ενός έτους.

Άρθρο 227.

1. Στις περιπτώσεις των άρθρων 224 και 226 παρ.1, αν επιβληθεί φυλάκιση ανώτερη από έξι μήνες, επιβάλλεται και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων για ένα έως πέντε έτη.

2. Στις περιπτώσεις του άρθρου 225 η πράξη μένει ατιμώρητη αν ο υπαίτιος με την ελεύθερη θέλησή του ανακάλεσε ενώπιον της ίδιας αρχής την ψευδή έκθεση με νέα του έκθεση. Η ανάκληση αυτή δεν απαλλάσσει από την ποινή τον υπαίτιο, αν η αρχή έχει ήδη εκδώσει απόφαση ή αν επήλθε σε άλλον κάποια έννομη επιβλαβής συνέπεια.

3. Αν ο υπαίτιος των πράξεων των άρθρων 224 παρ.2 και 225 τις τέλεσε για να αποφύγει ποινική ευθύνη, είτε δική του είτε κάποιου από τους οικείους του, το δικαστήριο μπορεί να τον απαλλάξει από κάθε ποινή.

Άρθρο 228. -Παραπλάνηση σε ψευδορκία.

1. Όποιος με πρόθεση παρασύρει κάποιον να δώσει από πλάνη Ψευδή όρκο, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο άρθρο 224, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη δεν τιμωρείται αυστηρότερα κατά τις διατάξεις για την ηθική αυτουργία.

2. Όποιος προσπαθεί με οποιοδήποτε μέσο να πείσει κάποιον να διαπρά­ξει το έγκλημα των άρθρων 224 και 226 παρ.1, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.

Άρθρο 229. -Ψευδής καταμήνυση.

1. Όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν τιμωρείται με φυλάκιση.

2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον ίδιο σκοπό εν γνώσει και ψευδώς καθιστά άλλον ύποπτο στην αρχή για αξιόποινη πράξη ή πει­θαρχική παράβαση υποβάλλοντας, αλλοιώνοντας ή αποκρύπτοντας κά­ποιο αποδεικτικό μέσο.

3. Το δικαστήριο με αίτηση του παθόντος μπορεί να του επιτρέψει να δημοσιεύσει την απόφαση με έξοδα του καταδικασμένου.

4. Το δικαίωμα για τη δημοσίευση με έξοδα του καταδικασμένου απο­σβήνεται αν η δημοσίευση δεν γίνει μέσα σε τρεις μήνες από την επίδοση της τελεσίδικης απόφασης στον παθόντα.

Άρθρο 230.

Όποιος, χωρίς να καθιστά άλλον ύποπτο, παριστάνει εν γνώσει του ψευδώς στην αρχή ότι τελέστηκε κάποιο κακούργημα ή πλημμέλημα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

Άρθρο 231. -Υπόθαλψη εγκληματία.

1. Όποιος εν γνώσει ματαιώνει τη δίωξη άλλου για κακούργημα ή πλημμέλημα που διέπραξε ή την εκτέλεση της ποινής που του επιβλήθηκε ή του μέτρου ασφάλειας (άρθρα 69-76 και 122) τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.

2. Η υπόθαλψη μένει ατιμώρητη αν ο υπαίτιος την τέλεσε υπέρ κάποιου οικείου του.

Άρθρο 232. -Παρασιώπηση εγκλημάτων.

1. Όποιος, ενώ έμαθε με τρόπο αξιόπιστο ότι μελετάται κακούργημα ή ότι άρχισε ήδη η εκτέλεσή του, και σε χρόνο τέτοιον ώστε να μπορεί ακόμα να προληφθεί η τέλεση ή το αποτέλεσμά του παραλείπει να το αναγγείλει εγκαίρως στην αρχή τιμωρείται, αν το κακούργημα τελέστηκε ή έγινε απόπειρά του, με φυ­λάκιση μέχρι τριών ετών, ανεξάρτητα αν ο δράστης τιμωρηθεί.

2. Η παράλειψη αυτή μένει ατιμώρητη αν η αναγγελία στην αρχή θα αφορούσε πρόσωπο οικείο εκείνου που την παρέλειψε.

Άρθρο 232Α. -Καταργήθηκε με το άρθρο 33 παρ.9 εδ.α' του ν 2172/93.

Άρθρο 233. -Απιστία δικηγόρων.

Δικηγόρος ή άλλος νομικός παραστάτης που βλάπτει με πρόθεσή του εκείνον, των συμφερόντων του οποίου έχει αναλάβει τη νομική προστασία, ή που στην ίδια ένδικη υπόθεση βοηθεί με συμβουλές ή με παροχή υπηρεσίας και τους δύο διαδίκους, είτε ταυτόχρονα είτε διαδοχικά, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Αν όμως ενήργησε αφού συνεννοήθηκε με αυτούς που έχουν αντίθετα συμφέροντα ή επιδιώκοντας κέρδος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.

Άρθρο 234. -Παραβίαση της μυστικότητας δικαστικών συνεδριά­σεων.

Με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος με οποιονδήποτε τρόπο δημοσιεύει έκθεση για κάποια δικαστική συνεδρίαση που έχει διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών ή οποιοδήποτε έγγραφο τέτοιας δίκης, εκτός αν το δικαστήριο στο οποίο διεξάγεται η δίκη επιτρέψει τη δημοσίευση.

ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία

Άρθρο 235. -Δωροδοκία για νόμιμες πράξεις.

Τιμωρείται με φυλά­κιση τουλάχιστον ενός έτους ο υπάλληλος που απαιτεί ή δέχεται ή προσφέρεται να δεχθεί δώρα ή άλλα ανταλλάγματα που δεν δικαιούται ή την υπόσχεση τέτοιων δώρων ή ανταλλαγμάτων για ενέργεια ή παρά­λειψή του μελλοντική ή ήδη τελειωμένη η οποία είναι αντίθετη στα καθήκοντά του ή ανάγεται στην υπηρεσία του.

Άρθρο 236. -Δωροδοκία για παράνομες πράξεις.

Με την ίδια ποινή του άρθρου 235 τιμωρείται όποιος δίνει, προσφέρει ή υπόσχεται τέτοια δώρα ή άλλα ανταλλάγματα. Η πράξη μένει ατιμώρητη αν αυτός με δική του θέληση και πριν εξετασθεί οπωσδήποτε για την πράξη, την αναγγείλει στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή σε οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλ­ληλο ή άλλη αρμόδια αρχή, εγχειρίζοντας έγγραφη αναφορά ή προφο­ρικά, οπότε συντάσσεται σχετική έκθεση. Στην περίπτωση αυτή το δώρο ή το αντάλλαγμα που τυχόν κατασχέθηκε ή έχει παραδοθεί στον ανακριτή αποδίδεται σ' αυτόν που το έδωσε και δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή η διάταξη του άρθρου 238.

Άρθρο237. -Δωροδοκία δικαστή.

1. Εκείνος που καλείται κατά το νόμο να εκτελέσει δικαστικά καθήκοντα ή ο διαιτητής, αν απαιτήσουν ή δεχθούν δώρα ή άλλα ωφελήματα που δεν δικαιούνται ή την υπόσχεση ότι θα τα λάβουν με το σκοπό να διεξαχθεί ή να κριθεί μια υπόθεση που τους έχει ανατεθεί υπέρ ή εναντίον κάποιου, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.

2. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος για το σκοπό που αναφέρθηκε προσφέρει, υπόσχεται ή δίνει τέτοια δώρα ή ωφελήματα σε κάποιο από τα πρόσωπα της παρ.1 ή σε οικείο τους.

Άρθρο 238. -Δήμευση του δώρου.

Στις περιπτώσεις των άρθρων 235, 236, 237 η απόφαση διατάσσει να δημευθούν τα δώρα που δόθηκαν ή η αξία τους.

Άρθρο 239. -Κατάχρηση εξουσίας.

Υπάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση αξιόποινων πράξεων:

α) αν με­ταχειρίστηκε παρανόμως εκβιαστικά μέσα για να πετύχει οποιαδήποτε έγγραφη ή προφορική κατάθεση κατηγορουμένου, μάρτυρα ή πραγμα­τογνώμονα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα κατά τα άρθρα 137Α και 1378'

β) αν εν γνώσει του εξέθεσε σε δίωξη ή τιμωρία κάποιον αθώο ή παρέλειψε να διώξει κάποιον υπαίτιο ή προκάλεσε την απαλλαγή του από την τιμωρία τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

Άρθρο240. -Παραβάσεις στην εκτέλεση των ποινών.

1. Υπάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η εκτέλεση των ποινών τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός μηνός αν εν γνώσει του εκτέλεσε παρά­νομα ποινή ή αν παρέλειψε την εκτέλεσή της.

2. Αν όμως η παράνομη εκτέλεση προήλθε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή.

Άρθρο 241. -Παραβίαση οικιακού ασύλου.

Υπάλληλος που, χρησι­μοποιώντας την υπαλληλική του ιδιότητα εισέρχεται στην κατοικία άλλου χωρίς ο άλλος να το θέλει, εκτός από τις περιπτώσεις όπου το προβλέπει ο νόμος και χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών.

Άρθρο 242. -Ψευδής βεβαίωση, νόθευση κ.λ.π.

1. Υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημόσιων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.

2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπάλληλος ο οποίος με πρόθεση νοθεύει, καταστρέφει, βλάπτει ή υπεξάγει έγγραφο που του εμπιστεύθη­καν ή του είναι προσιτό λόγω της υπηρεσίας του.

3. Αν όμως ο υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 και 2 είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, επιβάλλεται κάθειρξη.

4. Με την ποινή της παρ. 1 τιμωρείται όποιος εν γνώσει του χρησιμοποιεί το έγγραφο που είναι πλαστό ή νοθευμένο ή έχει υπεξαχθεί.

Άρθρο 243. -Παράλειψη βεβαίωσης ταυτότητας.

υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημόσιων εγγράφων, αν κατά την έκδοση ή τη σύνταξή τους παραλείπει να βεβαιωθεί για την ταυτότητα του προσώπου που αναφέρεται στο έγγραφο όταν και όπως απαιτεί ο νόμος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών μηνών.

Άρθρο 244. -Καταπίεση.

υπάλληλος που εν γνώσει εισπράττει φό­ρους, δασμούς, τέλη ή άλλα φορολογήματα, δικαστικά έξοδα ή ο­ποιαδήποτε δικαιώματα που δεν οφείλονται τιμωρείται με φυλάκιση του­λάχιστον τριών μηνών.

Άρθρο 245.

1. Οι ποινές του άρθρου 244 επιβάλλονται και στους υπαλλήλους οι οποίοι αφήνουν στους γραφείς ή βοηθούς που οι ίδιοι διορίζουν να κάνουν κάποια από τις εισπράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 244, αν αυτοί εν γνώσει του υπαλλήλου εισέπραξαν ποσό που δεν οφείλεται

2. Αν αυτοί οι γραφείς και οι βοηθοί εισέπραξαν ένα ποσό εν γνώσει ότι δεν οφείλεται τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

Άρθρο 246.

Με φυλάκιση τιμωρείται ο υπάλληλος που, εκτός από την περίπτωση του άρθρου 258, κατά την παράδοση χρημάτων ή άλλων πραγμάτων παρακρατεί εν γνώσει και με πρόθεση όλα ή μέρος από τα χρήματα ή πράγματα που πρέπει να παραδώσει

Άρθρο 247. -Απεργία δημόσιων υπαλλήλων.

1. Δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίοι τρεις τουλάχιστον σε κοινή σύσκεψη με κοινή απόφαση και με σκοπό να εμποδίσουν ή να διακόψουν τη λειτουργία κάποιας δημόσιας υπηρεσίας: α) ζήτησαν την παραίτησή τους από την υπηρεσία ή β) εγκατέλειψαν την άσκηση της υπηρεσίας που τους είχε ανατεθεί ή γ) παραμέλησαν την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων ή δ) έρχονται με οποιονδήποτε τρόπο σε συνεννόηση για να κηρύξουν απερ­γία ή απειλούν την κήρυξη απεργίας ή με οποιονδήποτε τρόπο συνδέουν άμεσα ή έμμεσα την αποδοχή αιτημάτων με εγκατάλειψη των έργων τους τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.

2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και κάθε δημόσιος υπάλληλος που προ­σχωρεί εκ των υστέρων σε κάποια από τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου.

3. Μέλη του διοικητικού συμβουλίου σωματείου ή ένωσης δημόσιων υπαλλήλων, τα οποία αποφάσισαν την κήρυξη απεργίας τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή. Για την καταβολή της χρηματικής ποινής ευθύνεται το σωματείο ή η ένωση εις ολόκληρον με αυτούς που καταδικάστηκαν.

4. Η καταδίκη σε οποιαδήποτε ποινή για κάποια από τις πράξεις των παρ.1-3 συνεπάγεται και την πρόσκαιρη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων (άρθρα 61-65).

Άρθρο 248. -Παραβάσεις των ταχυδρομικών υπαλλήλων.

Ταχυδρο­μικός υπάλληλος που παράνομα ανοίγει, υπεξάγει ή καταστρέφει επι­στολή ή άλλο αντικείμενο εμπιστευμένο στο ταχυδρομείο και που του είναι προσιτό λόγω της υπηρεσίας του ή ο οποίος εν γνώσει επιτρέπει σε άλλον να επιχειρήσει μια τέτοια πράξη ή τον βοηθεί σ' αυτό ή γνω­στοποιεί σε τρίτον το περιεχόμενο ενός κλειστού τέτοιου αντικειμένου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.

Άρθρο 249. -Παραβάσεις των τηλεγραφικών υπαλλήλων.

Τηλεγρα­φικός υπάλληλος που παράνομα ανοίγει, υπεξάγει ή καταστρέφει τηλεγράφημα εμπιστευμένο σε τηλεγραφικό γραφείο που του είναι προσιτό λόγω της υπηρεσίας του, ή εν γνώσει επιτρέπει σε άλλον να επιχειρήσει τέτοια πράξη ή τον βοηθεί σ' αυτό ή γνωστοποιεί σε τρίτον το περιεχό­μενο τέτοιου τηλεγραφήματος που γνωρίζει λόγω της υπηρεσίας του τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.

Άρθρο 250. -Παραβάσεις των τηλεφωνικών υπαλλήλων.

Τηλεφω­νικός υπάλληλος που γνωρίζει λόγω της υπηρεσίας του το περιεχόμενο τηλεφωνήματος και το γνωστοποιεί σε τρίτον ή που εν γνώσει του επι­τρέπει σε τρίτον να ακούσει κάποια τηλεφωνική ανακοίνωση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.

Άρθρο 251. -Παραβίαση του δικαστικού απορρήτου.

1. Όποιος καλείται κατά το νόμο να εκτελέσει δικαστικό καθήκοντα και γνωστοποιεί σε άλλον απόρρητα από τη διάσκεψη ή την ψηφοφορία στην οποία πήρε μέρος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος παρευρεθεί σε τέτοια διάσκεψη ή ψηφοφορία λόγω των καθηκόντων του αν γνωστοποιήσει σε άλλον τα απόρρητό της.

Άρθρο 252. -Παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου.

Ο υπάλληλος που εκτός από τις περιπτώσεις των άρθρων 248, 249, 250 και 251, παραβαίνοντας τα καθήκοντά του γνωστοποιεί σε άλλον: α) πράγμα. το οποίο γνωρίζει μόνο λόγω της υπηρεσίας του ή β) έγγραφο που του είναι εμπιστευμένο ή προσιτό λόγω της υπηρεσίας του, αν τέλεσε κάποια από τις πράξεις αυτές με σκοπό να ωφεληθεί ο ίδιος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μη­νών.

Άρθρο 253.

Οι παραβιάσεις απορρήτων των άρθρων 248 μέχρι και 252 τιμωρούνται και αν τελέστηκαν μετά την αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία.

Άρθρο 254. -Αποσιώπηση λόγου εξαίρεσης.

Υπάλληλος για τον οποίο υπάρχει νόμιμος λόγος να εξαιρεθεί σε κάποια υπόθεση και που εν γνώσει του αποσιωπά το περιστατικό αυτό και ενεργεί σ' αυτήν την υπόθεση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, αν η απο­σιώπηση έγινε με σκοπό την αθέμιτη ωφέλεια του ίδιου ή άλλου ή τη βλάβη άλλου.

Άρθρο 255. -Αθέμιτη συμμετοχή.

Υπάλληλος που άμεσα ή έμμεσα και ιδίως χρησιμοποιώντας άλλο πρόσωπο ή με πράξεις συγκαλυμμένες, πήρε μέρος σε πλειστηριασμό, μίσθωση, δημοπρασία ή σε οποιαδήποτε άλλη πράξη στην οποία ασκεί τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή.

Άρθρο 256. -Απιστία σχετική με την υπηρεσία.

Υπάλληλος που κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή τη διαχείριση φόρων, δασμών, τελών ή άλλων φορολογημάτων ή οποιωνδήποτε εσόδων ελαττώνει εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος, τη δημόσια, τη δημοτική ή την κοινοτική περιουσία, της οποίας η διαχείριση του είναι εμπιστευ­μένη, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών' β) αν η ελάτ­τωση είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών' γ) αν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

Άρθρο 257. -Εκμετάλλευση εμπιστευμένων πραγμάτων.

Υπάλλη­λος που χωρίς πρόθεση υπεξαίρεσης ή απιστίας τοκίζει ή μεταχειρίζεται κατ' άλλον τρόπο για δικό του όφελος ή παραχωρεί σε άλλον για να χρησιμοποιηθούν χρήματα ή πράγματα που του είναι εμπιστευμένα λόγω της υπηρεσίας του τιμωρείται με χρηματική ποινή ή φυλάκιση μέχρις ενός έτους.

Άρθρο 258. -Υπεξαίρεση στην υπηρεσία.

Υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του, και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι' αυτό, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών' β) αν το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα.

Άρθρο 259. -Παράβαση καθήκοντος.

Υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη.

Άρθρο 260. -Ανυποταξία σε πολιτική αρχή.

Στρατιωτικός διοικητής, αξιωματικός ή υπαξιωματικός ή αστυνομικός υπάλληλος, ο οποίος πα­ραλείπει να συγκεντρώσει και να χρησιμοποιήσει την ένοπλη ή αστυνο­μική δύναμη που έχει στις διαταγές του, αν και η αρμόδια πολιτική αρχή τον κάλεσε νόμιμα να το πράξει τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.

Άρθρο 261. -Παρότρυνση υφισταμένων και ανοχή.

Υπάλληλος που προσπαθεί να πείσει άλλον υπάλληλο ο οποίος είναι υφιστάμενός του ή βρίσκεται υπό τον υπηρεσιακό του έλεγχο να διαπράξει κάποιο από τα εγκλήματα των άρθρων 235 έως και 260 ή που εν γνώσει του τον ανέχεται να κάνει κάποιο από αυτό τα εγκλήματα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη δεν υπάγεται σε άλλη διάταξη του ποινικού νόμου η οποία την τιμωρεί με βαρύτερη ποινή.

Άρθρο 262. -Γενικές διατάξεις.

Αν ο υπάλληλος ασκώντας την υπηρεσία του ή επωφελούμενος από την ιδιότητά του γίνει με πρόθεση υπαίτιος κακουργήματος ή πλημμελήματος που προβλέπεται σε άλλο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα, το ανώτατο όριο της ποινής που αναγράφει ο νόμος για την πράξη αυξάνεται κατά το μισό δεν μπορεί όμως να ξεπεράσει το ανώτατο όριο που είναι γενικό ορισμένο για το κάθε είδος ποινής.

Άρθρο 263.

Όταν το δικαστήριο επιβάλλει φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών για κάποια από τις πράξεις των άρθρων 235 μέχρι και 261 μπορεί συγχρόνως να απαγγείλει και πρόσκαιρη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων (άρθρο 61).

Άρθρο 263Α.

Για την εφαρμογή των άρθρων 235, 236, 239, 241, 242, 243, 245, 246, 252, 253, 255, 256, 257, 258, 259, 261, 262 και 263 υπάλληλοι θεωρούνται, εκτός από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 13, οι δήμαρχοι, οι πρόεδροι κοινοτήτων και όσοι υπηρετούν μόνιμα ή πρόσκαιρα και με οποιαδήποτε ιδιότητα: α) σε επιχειρήσεις ή οργανι­σμούς που ανήκουν στο Κρότος, σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε νομικό πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και που εξυπηρετούν με αποκλειστική ή προνομιακή εκμετάλλευση την προμήθεια ή την πα­ροχή στο κοινό νερού, φωτισμού, θερμότητας, κινητήριας δύναμης ή μέσων συγκοινωνίας ή επικοινωνίας ή μαζικής ενημέρωσης, β) σε τράπεζες που εδρεύουν στην ημεδαπή κατά το νόμο ή το καταστατικό τους, γ) σε νομικό πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ιδρύθηκαν από το Δημόσιο, από νομικό πρόσωπα δημοσίου δικαίου και από νομικό πρόσωπα αναφε­ρόμενα στα προηγούμενα εδάφια, εφόσον τα ιδρυτικό νομικό πρόσωπα συμμετέχουν στη διοίκησή τους ή, αν πρόκειται για ανώνυμη εταιρία, στο κεφάλαιο της ή τα ιδρυμένα αυτό νομικό πρόσωπα είναι επιφορτι­σμένα με εκτέλεση κρατικών προγραμμάτων οικονομικής ανασυγκρότη­σης ή ανάπτυξης, δ) σε νομικό πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου στα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, από νομικό πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή από τις πιο πάνω τράπεζες επιχο­ρηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις.

ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα

Άρθρο 264. -Εμπρησμός.

1. Όποιος με πρόθεση προξενεί πυρκαγιά τιμωρείται:

α) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα"

β) με κάθειρξη, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο"

Υ) με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών, αν στην περίπτωση του στοιχ. β' επήλθε θάνατος.

Άρθρο 265. -Εμπρησμός σε δάση.

1. Με την επιφύλαξη της βαρύτε­ρης τιμωρίας κατά τους όρους του άρθρου 264, όποιος με πρόθεση προξενεί πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του άρθρου 3 παρόγρ.1 και 2 του ν 998/79 ή σε έκταση που έχει κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα, κατά την έννοια της παρ.5 του ίδιου άρθρου, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη και με χρηματική ποινή από ένα έως δέκα εκατομμύρια δραχμές. Δεν επιτρέπεται μετατροπή ή αναστολή της ποινής που επιβλήθηκε και η έφεση δεν αναστέλλει την εκτέλεσή της. Αν η πράξη είχε ως επακόλουθο να εξαπλωθεί η φωτιά σε μεγάλη έκταση, επιβάλλεται κάθειρξη.

2. Αν η πράξη τελέστηκε από ιδιοτέλεια ή κακοβουλία ή η έκταση που κάηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.

Άρθρο 266. -Εμπρησμός από αμέλεια.

1. Αν η πράξη του άρθρου 264 τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση.

2. Αν η πράξη του άρθρου 265 παρ.1 τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή από εκατό χιλιάδες (100.000) έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές, εκτός αν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. Μετατροπή της ποινής που επι­βλήθηκε δεν επιτρέπεται

Άρθρο 267.

Ο υπαίτιος της πράξης του άρθρου 266 απαλλάσσεται από κάθε ποινή αν με την ελεύθερη θέλησή του καταστείλει ο ίδιος την πυρκαγιά ή με τη γρήγορη αναγγελία του προς την αρχή δώσει αφορμή για την καταστολή της.

Άρθρο 268. -Πλημμύρα.

Όποιος με πρόθεση προξενεί πλημμύρα τιμωρείται:

α) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα.

β) με κάθειρξη, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο'

γ) με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών, αν στην περίπτωση του στοιχείου β' επήλθε θάνατος.

Άρθρο 269.

Όποιος από αμέλεια έγινε υπαίτιος της πράξης του άρθρου 268 τιμωρείται με φυλάκιση.

Άρθρο 270. -Έκρηξη.

Όποιος με πρόθεση προξενεί έκρηξη με οποιονδήποτε τρόπο και ιδίως με τη χρήση εκρηκτικών υλών τιμωρείται:

α) με κάθειρξη και χρηματική ποινή τουλάχιστον 100.000 μεταλλικών δραχμών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα'

β) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον 100.000 μεταλλικών δραχμών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο ή κίνδυνος σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας'

Υ) με κάθειρξη ισόβια και με χρηματική ποινή τουλάχιστον 200.000 μεταλλικών δραχμών, αν στην περίπτωση του στοιχ.β' προκλήθη­κε σωματική βλάβη ή βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας'

δ) με την ποινή του θανάτου ή με ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή τουλάχιστον 300.000 μεταλλικών δραχμών, αν στην περίπτωση του στοιχ.β' επήλθε θάνατος.

Άρθρο 271.

Όποιος από αμέλεια έγινε υπαίτιος της πράξης του άρθρου 270 τιμωρείται με φυλάκιση.

Άρθρο 272. -Παραβάσεις σχετικές με τις εκρηκτικές ύλες.

1. Όποιος κατασκευάζει, προμηθεύεται ή κατέχει εκρηκτικές ύλες ή εκρη­κτικές βόμβες με σκοπό να τις χρησιμοποιήσει για να προξενήσει κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγματα ή κίνδυνο για άνθρωπο ή να τρομοκρατήσει τους πολίτες ή να τις παραχωρήσει σε άλλον για τέτοια χρήση τιμωρείται με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον 100.000 μεταλλικών δραχμών.

2. Όποιος κατασκευάζει, προμηθεύεται, παραδίδει, παραλαμβάνει, φυ­λάσσει, αποκρύπτει ή μεταφέρει εκρηκτικές ύλες ή εκρηκτικές βόμβες, για τις οποίες γνωρίζει ή οφείλει να συμπεράνει ότι προορίζονται για την εγκληματική χρήση της παρ.1, τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή 100.000 μεταλλικών δραχμών. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος, ενώ γνωρίζει ή οφείλει να συμπεράνει ότι κάποιος άλλος έχει σκοπό να κάνει εγκληματική χρήση εκρηκτικών υλών ή εκρηκτικών βομ­βών της παρ. 1 τον καθοδηγεί με οποιονδήποτε τρόπο για την κατασκευή, χρήση, προμήθεια, παράδοση, μεταφορά ή φύλαξή τους.

3. Μένει ατιμώρητη οποιαδήποτε από τις πράξεις των προηγούμενων παραγράφων αν η πρόληψη της τέλεσής της οφείλεται στην αναγγελία που έκανε στην αρχή κάποιος οικείος των συμμετόχων.

4. Αν δύο ή περισσότεροι συναποφασίσουν να τελέσουν κάποια από τις πράξεις του άρθρου αυτού και του άρθρου 270 ή συνυποχρεωθούν μεταξύ τους για μια τέτοια πράξη, τιμωρούνται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 100.000 μεταλλικών δραχ­μών.

Άρθρο 272Α.

Στις παραβάσεις των διατάξεων των άρθρων 270 και 272 η καταδικαστική απόφαση διατάσσει να δημευθούν: α) τα αντικείμενα και τα μεταφορικά μέσα που χρησίμευσαν ή προορίζονταν ή ήταν πρό­σφορα για την τέλεση μιας τέτοιας πράξης" β) το ακίνητο μαζί με τα

συστατικά ή τα παραρτήματά του, όπου φυλάσσονταν ή κρύβονταν ε­κρηκτικές ύλες ή εκρηκτικές βόμβες ή εργαλεία ή μηχανήματα προορι­σμένα για την κατασκευή τους, αν ο κύριος ή ο συγκύριος γνώριζε ή όφειλε να συμπεράνει ότι στο ακίνητο μεταφέρονταν, κατασκευάζονταν, κρύβονταν ή φυλάσσονταν τέτοια αντικείμενα.

Άρθρο 273. -Κοινώς επικίνδυνη βλάβη.

Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις των άρθρων 264, 268 και 270, προξενεί με πρόθεση βλάβη σε πράγμα δικό του ή ξένο, κινητό ή ακίνητο τιμωρείται:

α) με φυλάκιση, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα'

β) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο"

Υ) με κάθειρξη, αν στην περίπτωση β' επήλθε θάνατος.

Άρθρο 274.

Όποιος από αμέλεια έγινε υπαίτιος της πράξης του άρθρου 273 τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών ή με χρηματική ποινή.

Άρθρο 275. -Άρση ασφαλιστικών εγκαταστάσεων.

Όποιος σε με­ταλλεία, σε εργοστάσια ή σε άλλες εργασίες που η λειτουργία τους είναι επικίνδυνη για τη ζωή των εργατών με πρόθεση καταστρέφει ή με ο­ποιονδήποτε τρόπο αχρηστεύει εγκαταστάσεις που ασφαλίζουν από αυτό τον κίνδυνο ή διακόπτει τη λειτουργία τους, τιμωρείται: α) με φυλάκιση

τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο. β) με ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη, αν επήλθε θάνατος.

Άρθρο 276.

Όποιος από αμέλεια έγινε υπαίτιος της πράξης του άρθρου 275 τιμωρείται με φυλάκιση.

Άρθρο 277. -Πρόκληση ναυαγίου.

Όποιος με πρόθεση προκαλεί τη βύθιση ή την προσάραξη πλοίου τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα. β) με κάθειρξη, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο. γ) με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών, αν στην περίπτωση του στοιχείου β' επήλθε θάνατος.

Άρθρο 278.

Όποιος από αμέλεια έγινε υπαίτιος της πράξης του άρθρου 277 τιμωρείται με φυλάκιση.

Άρθρο279. -Δηλητηρίαση πηγών και τροφίμων.

Όποιος με πρόθεση δηλητηριάζει πηγές, πηγάδια, βρύσες ή άλλες διοχετεύσεις ή δεξαμενές νερού, τρόφιμα ή άλλα τέτοια πράγματα που η χρήση τους μπορεί να προκαλέσει βλάβη σε αόριστο αριθμό ανθρώπων ή βάζει μέσα σε κάποιο από αυτά τα αντικείμενα άλλες ύλες που μπορούν να προκαλέσουν το ίδιο αποτέλεσμα, τιμωρείται με κάθειρξη. Αν από την πράξη επήλθε θάνατος, μπορεί να επιβληθεί ισόβια κάθειρξη.

Άρθρο 280.

Όποιος από αμέλεια έγινε υπαίτιος της πράξης του άρθρου 279 τιμωρείται με φυλάκιση.

Άρθρο 281. -Νοθεία τροφίμων.

1. Όποιος κατασκευάζει ή επεξερ­γάζεται τρόφιμα, ποτά, φάρμακα ή άλλα αντικείμενα έτσι που η χρήση τους να μπορεί να προκαλέσει βλάβη στην υγεία ή κίνδυνο για τη ζωή ανθρώπου, καθώς και όποιος θέτει σε κυκλοφορία τέτοια πράγματα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.

2. Αν κάποια από τις προαναφερόμενες πράξεις τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή.

Άρθρο 282. -Δηλητηρίαση της νομής των ζώων.

1. Όποιος με πρόθεση δηλητηριάζει βοσκοτόπια, λιβάδια, λίμνες ή άλλους τόπους ποτίσματος ζώων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. αν από την πράξη του θανατώθηκαν ή έπαθαν σοβαρή και διαρκή βλάβη ζώα άλλου, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

2. Όποιος από αμέλεια έγινε υπαίτιος της πράξης της παρ.1 τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή.

Άρθρο 283. -Διάδοση ασθένειας ζώων.

1. Όποιος με πρόθεση μεταδίδει μολυσματική ασθένεια ζώων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχι­στον έξι μηνών. αν από την πράξη του θανατώθηκαν ή έπαθαν σοβαρή και διαρκή βλάβη ζώα άλλου, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

2. Όποιος από αμέλεια έγινε υπαίτιος της πράξης της παρ.1 τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή.

Άρθρο 284. -Παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών.

1. Όποιος παραβιάζει τα μέτρα που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια αρχή για να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση μιας μεταδοτικής ασθένειας τιμωρείται με φυλάκιση. Αν η παραβίαση αυτή είχε ως συνέπεια να με­ταδοθεί η ασθένεια σε άνθρωπο, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. 2. Αν η πράξη τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή.

Άρθρο 285. -Παραβίαση μέτρων για την πρόληψη επιζωοτιών.

1. Όποιος παραβιάζει τα μέτρα που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια αρχή για να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση επιζωοτίας ή ασθένειας φυτών τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.

2. Αν η πράξη τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή χρηματική ποινή.

Άρθρο 286. -Παραβίαση των κανόνων της οικοδομικής.

1. Όποιος κατά την εκπόνηση μελέτης ή τη διεύθυνση ή την εκτέλεση οικοδομικού ή άλλου ανάλογου έργου ή μιας κατεδάφισης, με πρόθεση ή από αμέλεια ενεργεί παρά τους κοινώς αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες και έτσι προξενεί κίνδυνο για τη ζωή ή την υγεία ανθρώπου, τιμωρείται με φυλά­κιση μέχρι δύο (2) ετών.

2. Η παραγραφή της άνω πράξεως αρχίζει από την ημέρα της επέλευσης του αποτελέσματος της παραβίασης.

(Όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20 παρ. 5α του ν 2331/95.)

Άρθρο 287. -Παραβίαση συμβάσεων προμήθειας.

1. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος παραλείπει ολικά ή μερικά την εκτέλεση της υποχρέωσης που ανέλαβε απέναντι σε κάποια αρχή να προμηθεύσει ή να μεταφέρει τρόφιμα ή άλλα πράγματα και έτσι παρεμποδίζει την αποτροπή ή την καταστολή μιας κατάστασης κοινής ανάγκης.2. Με τις ίδιες ποινές τιμωρούνται και άλλοι προμηθευτές κάθε είδους, υπεργολάβοι, μεσίτες ή υπάλληλοι εκείνου που ανέλαβε την προμήθεια ή τη μεταφορά τους, οι οποίοι με την παράβαση των υποχρεώσεών τους τη ματαιώνουν ή τη δυσχεραίνουν και παρεμποδίζουν έτσι την αποτροπή ή την καταστολή μιας κατάστασης κοινής ανάγκης.

Άρθρο 288. -Παρεμπόδιση αποτροπής κοινού κινδύνου και παράλειψη οφειλόμενης βοήθειας.

1. Όποιος με πρόθεση ματαιώνει ή δυ­σχεραίνει την ενέργεια που είναι αναγκαία για να αποτραπεί ή να κατασταλεί ένας κοινός κίνδυνος που υπάρχει ή που επίκειται τιμωρείται με φυλάκιση, αν δεν συντρέχει περίπτωση αυστηρότερης τιμώρησης σύμ­φωνα με άλλη διάταξη.

2. Όποιος σε περίπτωση δυστυχήματος ή κοινού κινδύνου ή κοινής ανάγκης δεν προσφέρει τη βοήθεια που του ζητήθηκε και που μπορούσε να την προσφέρει, χωρίς ο ίδιος να διατρέξει ουσιώδη κίνδυνο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών.

Άρθρο 289. -Γενική διάταξη.

Στις περιπτώσεις των άρθρων 269, 271, 274, 276, 278, 280, 281 παρ.2, 282 παρ.2, 283 παρ.2, 284 παρ.2, 285 παρ.2 και 286 ο υπαίτιος απαλλάσσεται από κάθε ποινή, αν με την ελεύθερη θέλησή του αποτρέψει τον κίνδυνο ή με τη γρήγορη αναγγελία του προς τις αρχές δώσει αφορμή για την αποτροπή του.

ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εγκλήματα κατά της ασφάλειας των συγκοινωνιών

Άρθρο 290. -Διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών.

1. 0­ποιος με πρόθεση διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας στους δρόμους ή στις πλατείες τιμωρείται: α) με φυλάκιση, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο. β) με κάθειρξη, αν επήλθε θάνατος.

2. Αν η πράξη τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση.

Άρθρο 291. -Διατάραξη της ασφάλειας σιδηροδρόμων, πλοίων και αεροσκαφών.

1. Όποιος με πρόθεση διαταράσσει την ασφάλεια της σιδηροδρομικής ή της υδάτινης συγκοινωνίας ή της αεροπλοΐας, τιμω­ρείται:

α) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα.

β) με κάθειρξη, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο.

γ) με κάθειρξη, ισόβια ή πρόσκαιρη, τουλάχιστον δέκα ετών, αν στην περίπτωση του στοιχείου β' επήλθε θάνατος.

2. Αν η πράξη τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση.

3. Κάθε παράβαση των διαταγμάτων ή των διοικητικών κανονισμών που

αφορούν την αστυνόμευση, την ασφάλεια και γενικά τη διοίκηση και τη χρήση των σιδηροδρόμων, της υδάτινης συγκοινωνίας και της αεροπλοΐας, που δεν προβλέπεται από τις παρ.1 και 2, τιμωρείται με χρηματική ποινή.

Άρθρο 292. -Παρακώλυση συγκοινωνιών.

1. Όποιος με πρόθεση παρεμποδίζει τη λειτουργία κοινόχρηστης εγκατάστασης που εξυπηρετεί τη συγκοινωνία και ιδίως σιδηροδρόμου, αεροπλάνου, λεωφορείου, τα­χυδρομείου, τηλεγράφου ή τηλεφώνου που προορίζονται για κοινή χρήση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.

2. Αν η πράξη τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι έξι μηνών.

Άρθρο 293. -Παρακώλυση της λειτουργίας άλλων κοινωφελών εγκαταστάσεων.

1. Όποιος με πρόθεση παρεμποδίζει τη λειτουργία κα­ταστήματος ή εγκατάστασης που εξυπηρετούν την προμήθεια νερού, φωτισμού, θερμότητας ή κινητήριας δύναμης στο κοινό τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.

2. Αν η πράξη τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι έξι μηνών.

Άρθρο 294. -Παύση εργασίας.

Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ διαρκεί η σχέση της σύμβασης εργασίας, με πρόθεση παύει να εργάζεται χωρίς να προειδοποιήσει έγκαιρα τον εργοδότη του και την αρμόδια αστυνομική αρχή ή παρελκύει κακόβουλα την εργασία του και γίνεται υπαίτιος μιας από τις πράξεις των άρθρων 292 και 293 από τις οποίες προξενείται κατάσταση κοινής ανάγκης.

Άρθρο 295. -Πρόκληση κοινής ανάγκης.

Όταν με μια από τις πράξεις των άρθρων 292 παρ. 1, 293 παρ. 1 προξενείται κατάσταση κοινής ανάγκης, επιβάλλεται κάθειρξη.

Άρθρο 296. -Παρακώλυση προμήθειας ψωμιού.

Όποιος με πρόθεση κατά τον τρόπο που αναφέρει το άρθρο 294 ή κατά οποιονδήποτε άλλο τρόπο, παρεμποδίζει τη λειτουργία καταστήματος ή εγκατάστασης που εξυπηρετεί την προμήθεια ψωμιού στο κοινό τιμωρείται, αν από την πράξη του αυτή προξενείται κατάσταση κοινής ανάγκης, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.

Άρθρο 297. -Έκθεση πλοίου σε κίνδυνο με διενέργεια λαθρεμπο­ρίου.

1. Όποιος με πρόθεση εισάγει σε ελληνικό πλοίο αντικείμενα που η ύπαρξή τους μπορεί να προκαλέσει τον κίνδυνο κατάσχεσης ή δήμευ­σης του πλοίου ή του φορτίου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.

2. Η πράξη τιμωρείται και όταν τελέστηκε έξω από τα όρια του κράτους. 3. Για τα πλοία ξένης εθνικότητας η πράξη τιμωρείται αν η φόρτωση τελέστηκε ολικά ή μερικά στην ημεδαπή.

Άρθρο 298. -Γενική διάταξη.

Η διάταξη του άρθρου 289 έχει ανά­λογη εφαρμογή και στις περιπτώσεις των άρθρων 290 παρ.2 και 291 παρ.2.

ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εγκλήματα κατά της ζωής

Άρθρο 299. -Ανθρωποκτονία με πρόθεση.

1. Όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με την ποινή του θανάτου ή με ισόβια κάθειρξη.

2. Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης.

Άρθρο 300. -Ανθρωποκτονία με συναίνεση.

Όποιος αποφάσισε και εκτέλεσε ανθρωποκτονία ύστερα από σπουδαία και επίμονη απαίτηση του θύματος και από οίκτο γι' αυτόν που έπασχε από ανίατη ασθένεια τιμωρείται με φυλάκιση.

Άρθρο 301. -Συμμετοχή σε αυτοκτονία.

Όποιος με πρόθεση κατέ­πεισε άλλον να αυτοκτονήσει, αν τελέστηκε η αυτοκτονία ή έγινε απόπειρά της, καθώς και όποιος έδωσε βοήθεια κατ' αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση.

Άρθρο 302. -Ανθρωποκτονία από αμέλεια.

1. Όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.

2. Αν το θύμα της πράξης η οποία αναφέρεται στην προηγούμενη παρά­γραφο είναι οικείος του υπαιτίου, το δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει τον υπαίτιο από κάθε ποινή, αν πεισθεί ότι λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από τις συνέπειες της πράξης του δε χρειάζεται να υποβληθεί σε ποινή.

Άρθρο 303. -Παιδοκτονία.

Μητέρα που με πρόθεση σκότωσε το παιδί της κατά τον τοκετό ή μετά τον τοκετό, αλλά ενώ εξακολουθούσε ακόμη η διατάραξη του οργανισμού της από τον τοκετό τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

Άρθρο 304. -Τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης.

1. Όποιος χωρίς τη συναίνεση της εγκύου διακόπτει την εγκυμοσύνη της τιμωρείται με κάθειρξη.

2α. Όποιος με τη συναίνεση της εγκύου διακόπτει ανεπίτρεπτα την εγκυμοσύνη της ή προμηθεύει σ' αυτή μέσα για τη διακοπή της τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και αν ενεργεί κατά συνήθεια τις πράξεις αυτές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.

β. Αν από την πράξη της προηγούμενης διάταξης, προκληθεί βαρεία πάθηση του σώματος ή της διάνοιας της εγκύου, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και αν προκλήθηκε ο θάνατός της επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα έτη.

3. Έγκυος που διακόπτει ανεπίτρεπτα την εγκυμοσύνη της ή επιτρέπει σε άλλον να την διακόψει τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ένα έτος.

4. Δεν είναι άδικη πράξη η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης που ενερ­γείται με τη συναίνεση της εγκύου από γιατρό μαιευτήρα γυναικολόγο με τη συμμετοχή αναισθησιολόγου, σε οργανωμένη νοσηλευτική μονάδα, αν συντρέχει μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Δεν έχουν συμπλη­ρωθεί δώδεκα εβδομάδες εγκυμοσύνης. β) Έχουν διαπιστωθεί, με τα σύγχρονα μέσα προγεννητικής διάγνωσης, ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου που επάγονται τη γέννηση παθολογικού νεογνού και η εγκυμοσύνη δεν έχει διάρκεια περισσότερο από είκοσι τέσσερις εβδο­μάδες. γ) Υπάρχει αναπότρεπτος κίνδυνος για τη ζωή της εγκύου ή κίνδυνος σοβαρής και διαρκούς βλάβης της σωματικής ή ψυχικής υγείας της. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται σχετική βεβαίωση και του κατά περίπτωση αρμόδιου γιατρού. δ) Η εγκυμοσύνη είναι αποτέλεσμα βια­σμού, αποπλάνησης ανήλικης, αιμομιξίας ή κατάχρησης γυναίκας ανίκα­νης να αντισταθεί και εφόσον δεν έχουν συμπληρωθεί δεκαεννέα εβδο­μάδες εγκυμοσύνης.

5. Αν η έγκυος είναι ανήλικη, απαιτείται και η συναίνεση ενός από τους γονείς ή αυτού που έχει την επιμέλεια του προσώπου της ανήλικης.

Άρθρο 304Α. -Σωματική βλάβη εμβρύου ή νεογνού.

Όποιος επε­νεργεί παράνομα στην έγκυο με αποτέλεσμα να προκληθεί βαριά βλάβη στο έμβρυο ή να εμφανίσει το νεογνό βαριά πάθηση του σώματος ή της διάνοιας τιμωρείται κατά τις διατάξεις του άρθρου 310.

Άρθρο 305. -Διαφήμιση μέσων τεχνητής διακοπής της εγκυμοσύ­νης.

1. Όποιος δημόσια ή με την κυκλοφορία εγγράφων, εικόνων ή παραστάσεων αναγγέλλει ή διαφημίζει, έστω και συγκαλυμμένα, φάρμα­κα ή άλλα αντικείμενα ή τρόπους ως κατάλληλους να προκαλέσουν τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης ή προσφέρει με τον ίδιο τρόπο υπη­ρεσίες δικές του ή άλλου για την εκτέλεση ή την υποβοήθηση διακοπής της εγκυμοσύνης τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο έτη.

2. Δεν είναι άδικη πράξη η ενημέρωση ή η υγειονομική διαφώτιση σχετικό με την τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης που γίνεται από τα κέντρα οικογενειακού προγραμματισμού, καθώς και η ενημέρωση γιατρών η προσώπων που νόμιμα διακινούν μέσα τεχνητής διακοπής της εγκυμο­σύνης και οι σχετικές δημοσιεύσεις σε ειδικό ιατρικό ή φαρμακευτικό περιοδικό.

Άρθρο 306. -Έκθεση.

1. Όποιος εκθέτει άλλον και έτσι τον καθιστά αβοήθητο, καθώς και όποιος με πρόθεση αφήνει αβοήθητο ένα πρόσωπο που το έχει στην προστασία του η που έχει υποχρέωση να το διατρέφει και να το περιθάλπει η να το μεταφέρει, η ένα πρόσωπο που ο ίδιος το τραυμάτισε υπαίτια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών,

2. Αν η πράξη προκάλεσε στον παθόντα:

α) βαριά βλάβη στην υγεία του, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών'

β) το θάνατό του, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον έξι ετών.

Άρθρο 307. -Παράλειψη λύτρωσης από κίνδυνο ζωής.

Όποιος με πρόθεση παραλείπει να σώσει άλλον από κίνδυνο ζωής αν και μπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο της δικής του ζωής η υγείας, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.

ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Σωματικές βλάβες

Άρθρο 308. -Απλή σωματική βλάβη.

1. Όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Αν η κάκωση ή η βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι εντελώς ελαφρά, τιμωρείται με φυλάκιση το πολύ έξι μηνών η με χρηματική ποινή. Και αν είναι ασήμαντη, τιμωρείται με κρά­τηση ή πρόστιμο.

2. Η σωματική βλάβη της παρ.1 δεν είναι άδικη, όταν επιχειρείται με τη συναίνεση του παθόντος και δεν προσκρούει στα χρηστά ήθη.

3. Ο υπαίτιος της πράξης της παρ, 1 είναι δυνατό να απαλλαγεί από κάθε ποινή αν παρασύρθηκε στην πράξη από δικαιολογημένη αγανάκτηση εξαιτίας μιας αμέσως προηγούμενης πράξης που τέλεσε ο παθών ενα­ντίον του ή ενώπιόν του και που ήταν ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση.

Άρθρο 308Α. -Απρόκλητη σωματική βλάβη.

1. Με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών τιμωρείται η απλή σωματική βλάβη (άρθρο 308 παρ. 1, εδ.α') αν έγινε χωρίς πρόκληση από τον παθόντα.

2. Αν η πράξη της προηγούμενης παραγράφου έχει το χαρακτήρα επι­κίνδυνης σωματικής βλάβης (άρθρο 309) ή αν σ' αυτήν συμμετείχαν δύο ή περισσότεροι, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.

Άρθρο 309. -Επικίνδυνη σωματική βλάβη.

Αν η πράξη του άρθρου 308 τελέστηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική του βλάβη (άρθρο 310 παρ.2), επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.

Άρθρο 310. -Βαριά σωματική βλάβη.

1. Αν η πράξη του άρθρου 308 είχε επακόλουθο τη βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του πα­θόντος, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.

2. Βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση υπάρχει ιδίως αν η πράξη προξένησε στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαριά και μακροχρόνια αρρώ­στια ή σοβαρό ακρωτηριασμό ή αν τον εμπόδισε σημαντικά και για πολύ χρόνο να χρησιμοποιεί το σώμα ή τη διάνοιά του.

3. Αν ο υπαίτιος επιδίωκε το αποτέλεσμα που προξένησε, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

Άρθρο 311. -Θανατηφόρα βλάβη.

Αν η σωματική βλάβη είχε επα­κόλουθο το θάνατο του παθόντος, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν ο υπαίτιος επιδίωκε τη βαριά σωματική βλάβη του παθόντος επιβάλ­λεται κάθειρξη.

Άρθρο 312. -Σωματική βλάβη ανηλίκων κ.λ.π.

Αν δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης αξιόποινης πράξης, τιμωρείται με φυλάκιση του­λάχιστον τριών μηνών: α) όποιος με συνεχή σκληρή συμπεριφορά προ­ξενεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας σε πρόσωπο που δεν συ­μπλήρωσε ακόμη το δέκατο έβδομο έτος της ηλικίας του ή που δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του και ο δράστης το έχει στην επιμέ­λεια ή στην προστασία του ή ανήκει στο σπίτι του δράστη ή έχει μαζί του σχέση εργασίας ή υπηρεσίας ή που του το έχει αφήσει στην εξουσία του ο υπόχρεος για την επιμέλειά του. β) όποιος με κακόβουλη παρα­μέληση των υποχρεώσεών του προς τα προαναφερόμενα πρόσωπα γί­νεται αιτία να πάθουν σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας τους.

Άρθρο 313. -Συμπλοκή.

Αν εξαιτίας συμπλοκής ή επίθεσης που έγινε από πολλούς επήλθε θάνατος ή βαριά σωματική βλάβη ανθρώπων (άρθρο 310), καθένας από εκείνους που πήραν μέρος στη συμπλοκή ή στην επίθεση τιμωρείται για μόνη τη συμμετοχή του σ' αυτήν με φυλάκιση μέχρι τριών ετών εκτός αν συμπλέχθηκε χωρίς υπαιτιότητά του.

Άρθρο 314. -Σωματική βλάβη από αμέλεια.

1. Όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Αν η σωματική βλάβη που προκλήθηκε είναι εντελώς ελαφρό, επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι τριών μηνών ή χρηματική ποινή.

2. Η διάταξη της παρ.2 του άρθρου 302 εφαρμόζεται αναλόγως και στην πράξη της προηγούμενης παραγράφου. Στην περίπτωση αυτήν για την ποινική δίωξη απαιτείται πάντοτε έγκληση και δεν εφαρμόζεται το δεύτε­ρο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του επόμενου άρθρου.

Άρθρο 315. -Έγκληση.

1. Στις περιπτώσεις των άρθρων 308 και 314 η .ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση. Δεν απαιτείται έγκληση αν ο υπαίτιος της πράξης του άρθρου 314 ήταν υπόχρεος λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια ή προσοχή. Η οδήγηση οχήματος εμπίπτει στο προηγούμενο εδάφιο όταν εξυπηρετεί τη βιοποριστική μεταφορά επιβατών ή πραγμάτων. Στην πε­ρίπτωση του άρθρου 314. αν η πράξη τελέστηκε κατά την οδήγηση οχήματος και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του δευτέρου εδα­φίου του παρόντος, η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, ο εισαγ­γελέας όμως με διάταξη του απέχει από την ποινική δίωξη αν ο παθών δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη. Αν η δήλωση υποβληθεί μετά την άσκηση ποινικής δίωξης, το δικαστήριο παύει ορι­στικά αυτήν. (Όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.11 του ν 2207/94.)

2. Αν στην περίπτωση του άρθρου 308 αν ο παθών είναι δημόσιος υπάλληλος και η πράξη τελέστηκε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή για λόγους σχετικούς με την εκτέλεσή της η δίωξη ασκείται αυτεπαγ­γέλτως.

Άρθρο 315Α.

Η βαριά ή η θανατηφόρα σωματική βλάβη εναντίον αστυνομικού οργάνου κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του συνιστά ιδιαίτερα επιβαρυντική περίσταση.

ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Μονομαχία

Άρθρο 316. -Πρόκληση σε μονομαχία.

1. Όποιος προκαλέσει κά­ποιον σε μονομαχία με όπλα και όποιος αποδεχθεί τέτοια πρόκληση τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών.

2. Αν κάποιος από τους αντιπάλου ς ματαίωσε με τη δική του θέληση την τέλεση της μονομαχίας πριν από την έναρξή της απαλλάσσεται από την ποινή.

Άρθρο 317. -Μονομαχία.

1. Η μονομαχία με όπλα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών' αν όμως κατά τους όρους που συμφω­νήθηκαν η μονομαχία έπρεπε να εξακολουθήσει ως το θάνατο του ενός από τους αντιπάλους, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.

2. Όποιος σκότωσε σε μονομαχία τον αντίπαλό του τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και στην περίπτωση του δεύτερου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

3. Όποιος με πρόθεση παραβίασε τους κανόνες της μονομαχίας ή τους συμφωνημένους όρους της και εξαιτίας αυτής της παραβίασης σκότωσε ή τραυμάτισε τον αντίπαλό του τιμωρείται κατά τις διατάξεις για ανθρω­ποκτονία ή για σωματικές βλάβες, αν η πράξη του δεν τιμωρείται βαρύτε­ρα κατά τα άρθρα αυτού του κεφαλαίου.

Άρθρο 318. -Μονομαχία που αποκλείει τον κίνδυνο ζωής.

Αν κατά την τέλεση της μονομαχίας είχαν ληφθεί τα κατάλληλα για την αποτροπή του κινδύνου ζωής προφυλακτικό μέτρα, τα οποία αποσκοπούσαν σ'

αυτό, επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι ενός έτους.

Άρθρο 319. -Τιμωρία συνεργών.

1. Οι μάρτυρες και οι άλλοι βοηθοί της μονομαχίας καθώς και τα μέλη συμβουλίου τιμής που συνήλθε για να αποφασίσει αν θα γίνει ή όχι η μονομαχία, τιμωρούνται ως συνεργοί. Δεν τιμωρείται ο μάρτυρας που συντέλεσε στη ματαίωση της μονομαχίας. 2. Επίσης δεν τιμωρούνται και εκείνοι που προσλήφθηκαν στη μονομαχία ως γιατροί.

Άρθρο 320. -Διέγερση σε μονομαχία.

Όποιος διεγείρει άλλον σε μονομαχία με τρίτον, είτε με την απειλή ότι θα εκτεθεί στην περιφρόνηση του ίδιου ή κάποιου άλλου είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών.

Άρθρο 321. -Δημοσιεύματα σχετικό με μονομαχίες.

1. Ο διευθυντής εφημερίδας ή περιοδικού όπου καταχωρίζεται δημοσίευμα σχετικό με την πρόκληση ή τη διεξαγωγή μονομαχίας, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών μηνών.

2. Η προηγούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται για την απλή αναγγελία θανάτου που επήλθε από μονομαχία.

ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εγκλήματα κατά της προσωπικής ελευθερίας

Άρθρο 322. -Αρπαγή.

Όποιος με απάτη ή βία, ή με την απειλή βίας συλλαμβάνει, απάγει ή παράνομα κατακρατεί κάποιον έτσι ώστε να απο­στερεί το συλλαμβανόμενο από την προστασία της πολιτείας και ιδίως όποιος περιάγει κάποιον σε ομηρία ή σε άλλη παρόμοια κατάσταση στέρησης της ελευθερίας τιμωρείται με κάθειρξη. Αν η πράξη έγινε με σκοπό να εξαναγκαστεί ο παθών ή κάποιος άλλος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή για την οποία δεν υπάρχει υποχρέωσή του, τιμωρείται:

α) με ισόβια κάθειρξη αν ο εξαναγκασμός στρέφεται εναντίον των σωμάτων ή των προσώπων του άρθρου 157 παρ.1'

β) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών σε κάθε άλλη περίπτωση.

Άρθρο 323. -Εμπόριο δούλων.

1. Όποιος ενήργησε εμπόριο δούλων τιμωρείται με κάθειρξη.

2. Το εμπόριο δούλων περιλαμβάνει κάθε πράξη σύλληψης, απόκτησης και διάθεσης ενός ατόμου, η οποία σκοπεύει να το κάνει δούλο, κάθε πράξη απόκτησης δούλου με σκοπό τη μεταπώληση ή την ανταλλαγή του, την πράξη της παραχώρησης με πώληση ή την ανταλλαγή αποκτη­μένου δούλου και γενικά κάθε πράξη εμπορίου ή μεταφοράς δούλων.

3. Όποιος αναλαμβάνει οποιαδήποτε υπηρεσία σε πλοίο, εν γνώσει ότι το πλοίο προορίζεται για διενέργεια εμπορίου δούλων ή ότι χρησιμο­πoιείται ήδη γι' αυτό το σκοπό, καθώς και όποιος παραμένει με τη θέλησή του στην υπηρεσία αυτή εν γνώσει του ανωτέρω προορισμού του πλοίου και της χρησιμοποίησής του για τέτοιο σκοπό, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.

4. Όποιος συντέλεσε άμεσα ή έμμεσα στη ναύλωση πλοίου εν γνώσει ότι η ναύλωση αποβλέπει στη διενέργεια εμπορίου δούλων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.

5. Όποιος μεταφέρει από έναν τόπο σε άλλον δούλους, χωρίς σκοπό να τους εμπορευθεί, αλλά και χωρίς η μεταφορά να γίνεται με σκοπό την απελευθέρωσή τους, τιμωρείται με φυλάκιση.

β. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο ιδιοκτήτης και ο πλοίαρχος του πλοίου, με τον οποίο εν γνώσει τους θα γινόταν τέτοια μεταφορά δούλων.

Άρθρο 324. -Αρπαγή ανηλίκων.

1. Όποιος αφαιρεί ανήλικο από τους γονείς, τους επιτρόπους ή από οποιονδήποτε δικαιούται να μερι­μνήσει για το πρόσωπό του ή όποιος υποστηρίζει την εκούσια διαφυγή του ανηλίκου από την εξουσία των παραπάνω προσώπων τιμωρείται με φυλάκιση. Αν ο ανήλικος από τη στέρηση της επιμέλειας διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο ζωής ή βαριάς βλάβης της υγείας του, ο δράστης τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.

2. Αν ο ανήλικος δεν έχει συμπληρώσει τα δεκατέσσερα χρόνια του, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εκτός εάν η πράξη τελέστηκε από ανιόντα, οπότε εφαρμόζεται η προηγούμενη παράγραφος. Σε κάθε περίπτωση που ο υπαίτιος τέλεσε την πράξη από κερδοσκοπία ή με το σκοπό να μεταχειριστεί τον ανήλικο σε ανήθικες ασχολίες ή να επιτύχει τη μεταβολή της οικογενειακής τάξης του ανηλίκου τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

3. Αν ο υπαίτιος των πράξεων των προηγούμενων παραγράφων είχε σκοπό να εισπράξει λύτρα ή να εξαναγκάσει σε πράξη ή παράλειψη, επιβάλλεται κάθειρξη. Στην περίπτωση που ο δράστης με τη θέλησή του και προτού εκπληρωθεί οποιοσδήποτε όρος ή αξίωσή του απελευθέρωσε και απέδωσε υγιή και σώο τον ανήλικο επιβάλλεται φυλάκιση.

Άρθρο 325. -Παράνομη κατακράτηση.

Όποιος με πρόθεση κατα­κρατεί άλλον χωρίς τη θέλησή του ή του στερεί με άλλον τρόπο την ελευθερία της κίνησής του, τιμωρείται με φυλάκιση και αν η κατακράτηση διήρκεσε μακρό χρονικό διάστημα, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.

Άρθρο 326. -Κατακράτηση παράλειψη το Σύνταγμα.

Όποιος παραβαίνει μια από τις διατάξεις του άρθρου 5 του Συντάγματος τιμωρείται με φυλάκιση.

Άρθρο 327. -Ακούσια απαγωγή.

1. Όποιος με σκοπό το γάμο ή την ακολασία απάγει ή κατακρατεί παράνομα (άρθρο 325) γυναίκα χωρίς τη θέλησή της ή γυναίκα που έχει διαταραγμένη νόηση ή είναι ανίκανη να αντισταθεί λόγω απώλειας της συνείδησης ή διανοητικής ατέλειας ή για άλλο λόγο τιμωρείται αν τέλεσε την πράξη αυτή με σκοπό το γάμο, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους' αν τη διέπραξε με σκοπό την ακολα­σία, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

2. Για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση.

Άρθρο 328. -Εκούσια απαγωγή.

1. Όποιος απάγει ή κατακρατεί με σκοπό το γόμο ή την ακολασία άγαμη και ανήλικη γυναίκα με τη θέλησή της, χωρίς όμως τη συγκατάθεση των προσώπων που την έχουν στην εξουσία τους ή που έχουν σύμφωνα με το νόμο το δικαίωμα να φροντίζουν για το πρόσωπό της τιμωρείται, αν τέλεσε την πράξη αυτή με σκοπό το γόμο, με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, αν με σκοπό την ακολασία, με φυλάκιση.

2. Για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση.

Άρθρο 329. -Γενική διάταξη.

Αν στις περιπτώσεις των άρθρων 327 και 328 τελέστηκε με τη γυναίκα που έχει απαχθεί ο γάμος στον οποίο απέβλεπε η απαγωγή η ποινική δίωξη ασκείται μόνο μετά την ακύρωσή του.

Άρθρο 330. -Παράνομη βία.

Όποιος χρησιμοποιώντας σωματική βία ή απειλή σωματικής βίας ή άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης εξαναγκάζει άλλον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή για τις οποίες ο παθών δεν έχει υποχρέωση τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, ανεξάρτητα αν το απειλούμενο κακό στρέφεται εναντίον εκείνου που απειλείται ή κάποιου από τους οικείους του.

Άρθρο 331. -Αυτοδικία.

Όποιος ασκεί αυθαίρετα αξίωση σχετική με δικαίωμα που ή το έχει πραγματικά ή από πεποίθηση το οικειοποιείται τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση.

Άρθρο 332. -Εξαναγκασμός σε παύση εργασίας.

Όποιος με βία ή με απειλή εξαναγκάζει κάποιον να λάβει μέρος σε ένωση που σκοπό έχει την ομαδική παύση της εργασίας για να επιτύχει τη μεταβολή των όρων που διέπουν τη σχετική σύμβαση, ή παρεμποδίζει κάποιον να αποχωρήσει

από μια τέτοια ένωση, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή.

Άρθρο 333. -Απειλή.

1. Όποιος προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή.

2. Για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση.

Άρθρο 334. -Διατάραξη οικιακής ειρήνης.

1. Όποιος εισέρχεται παράνομα ή παραμένει παρά τη θέληση του δικαιούχου στην κατοικία άλλου ή στο χώρο που αυτός χρησιμοποιεί για την εργασία του ή σε χώρο περικλεισμένο που αυτός κατέχει τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή.

2. Οι πιο πάνω πράξεις ή οι πράξεις βίας εναντίον προσώπων ή πραγ­μάτων, καθώς και οι πράξεις φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, που γίνονται με σκοπό να παρεμποδίσουν την έκδοση και την ελεύθερη κυκλοφορία εφημερίδων ή περιοδικών, καθώς και την ελεύθερη κυκλοφορία βιβλίων, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους" σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται μετατροπή ή αναστολή της ποινής.

3. Όποιος εισέρχεται παράνομα σε κατάστημα ή χώρο δημόσιας, δημο­τικής ή κοινοτικής υπηρεσίας, ή νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου, ή επιχείρησης κοινής ωφέλειας ή παραμένει στους χώρους αυτούς παρά τη θέληση της υπηρεσίας που τους χρησιμοποιεί, της οποίας τη θέλησή του δηλώνει ο νόμιμος εκπρόσωπος ή ο υπάλληλός της, και προκαλεί έτσι διακοπή διατάραξης της ομαλής διεξαγωγής της υπηρεσίας τιμω­ρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.

4. Η ποινική δίωξη στις περιπτώσεις της παρ.1 ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του δικαιούχου.

Άρθρο 335. -Απατηλή διέγερση σε μετανάστευση.

Όποιος από κερδοσκοπία και με δόλιο τρόπο πείθει άλλον να μεταναστεύσει από την ημεδαπή τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής

Άρθρο 336.

1. Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία εξώγαμη ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξης τιμωρείται με κάθειρξη. 2. Αν η πράξη της προηγούμενης παραγράφου έγινε από δύο ή περισ­σότερους δράστες που ενεργούσαν από κοινού, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.

Άρθρο 337. -Προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας.

1. Όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή.

2. Με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών τιμωρείται η πράξη της προηγούμενης παραγράφου, αν ο παθών είναι νεότερος από 12 ετών.

Άρθρο 338. -Κατάχρηση σε ασέλγεια.

1. Όποιος καταχράται την παραφροσύνη γυναίκας ή την από οποιαδήποτε αιτία προερχόμενη ανι­κανότητά της να αντισταθεί για να έλθει σε εξώγαμη συνουσία μαζί της, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

2. Όποιος καταχράται τις παραπάνω καταστάσεις και ενεργεί άλλη α­σελγή πράξη σε γυναίκα ή άντρα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.

Άρθρο 339. -Αποπλάνηση παιδιών.

1. Όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών" β)αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα, όχι όμως και τα δεκατρία έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και. Υ) αν συμπλήρωσε τα δεκατρία έτη, με φυλάκιση.

2. Αν στην περίπτωση του στοιχείου γ' της προηγούμενης παραγράφου ο υπαίτιος όταν τέλεσε την πράξη δεν είχε συμπληρώσει τα 17 έτη, το δικαστήριο μπορεί να του επιβάλλει μόνο αναμορφωτικό ή θεραπευτικό μέτρα.

3. Αν μεταξύ του υπαιτίου και του παθόντος τελέστηκε γόμος, δεν ασκείται ποινική δίωξη, και αν τυχόν είχε ασκηθεί δεν συνεχίζεται, αλλά κηρύσσεται απαράδεκτη. Η ποινική δίωξη ασκείται ή συνεχίζεται μετά την ακύρωση του γόμου.

Άρθρο 340. -Γενική διάταξη.

Αν κάποια από τις πράξεις των άρθρων 336, 338 και 339, είχε ως συνέπεια το θάνατο του παθόντος επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών ή ισόβια κάθειρξη.

Άρθρο 341. -Απατηλή επίτευξη συνουσίας.

Όποιος επιτύχει να τεθεί σε συνουσία με γυναίκα προκαλώντας ή χρησιμοποιώντας πλάνη εξαιτίας της οποίας η παθούσα θεώρησε ότι η συνουσία πραγματο­ποιήθηκε σε γάμο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.

Άρθρο 342. -Κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια.

1. Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται ο ανιών εξ αγχιστείας ή ο θετός γονέας, που ενεργεί ασελγή πράξη με ανήλικο κατιόντα ή με το θετό του τέκνο. ο επίτροπος ή ο επιμελητής ή οι κάθε είδους ανατροφείς με τον ανήλικο που έχουν στην επιμέλειά τους, οι δάσκαλοι ή παιδαγωγοί με τους ανήλικους μαθητές τους ή με εκείνους που παιδαγωγούν. οι κληρικοί με τα ανήλικα πνευματικά τους τέκνα.

2. Με την ίδια ποινή τιμωρούνται οι υπηρέτες και οι συγκάτοικοι, αν ενεργήσουν ασελγή πράξη με ανήλικο που ανήκει στον ίδιο οικιακό κύκλο, καθώς και κάθε άλλος που ενεργεί ασελγή πράξη με ανήλικο που του τον έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά.

Άρθρο 343. -Ασέλγεια με κατάχρηση εξουσίας.

Με φυλάκιση του­λάχιστον ενός έτους τιμωρούνται: α) ο δημόσιος υπάλληλος που ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο που εξαρτάται υπηρεσιακό από αυτόν, "εκ­μεταλλευόμενος" αυτή τη σχέση. β) οι διορισμένοι ή οπωσδήποτε εργα­ζόμενοι σε φυλακές ή άλλα κρατητήρια, σε σχολές, παιδαγωγικά ιδρύμα­τα, νοσοκομεία, κλινικές ή κάθε είδους θεραπευτήρια και αναρρωτήρια ή σε άλλα ιδρύματα, προορισμένα να περιθάλπουν πρόσωπα που έχουν ανάγκη από βοήθεια, αν ενεργήσουν ασελγή πράξη με πρόσωπο που έχει εισαχθεί σ' αυτά τα ιδρύματα.

Άρθρο 344. -Έγκληση.

Στις περιπτώσεις των άρθρων 337, 338, 339, 341, 342 και 343 για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση. Στις περι­πτώσεις του άρθρου 336 η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, ο εισαγγελέας όμως μπορεί κατ' εξαίρεση με αιτιολογημένη διάταξή του ύστερα από έγκριση του εισαγγελέα εφετών, να απέχει οριστικά από την άσκηση της ποινικής δίωξης ή, αν έχει ασκήσει την ποινική δίωξη, να εισαγάγει την υπόθεση στο αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών, αυτό μπορεί να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη εκτιμώντας τη δήλωση του θύματος ή των κατά το άρθρο 118 προσώπων ότι η δημοσιότητα από την ποινική δίωξη θα έχει συνέπεια το σοβαρό ψυχικό τραυματισμό του θύματος.

Άρθρο 345. -Αιμομιξία.

1. Η συνουσία μεταξύ συγγενών εξ αίματος ανιούσας και κατιούσας γραμμής τιμωρείται ως προς τους ανιόντες με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, ως προς τους κατιόντες με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, μεταξύ αμφιθαλών ή ετεροθαλών αδελφών η συνουσία τιμω­ρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

2. Συγγενείς κατιούσας γραμμής μπορούν να απαλλαγούν από κάθε ποινή, αν κατά το χρόνο της πράξης δεν είχαν συμπληρώσει το 170 έτος της ηλικίας τους.

Άρθρο 346. -Ασέλγεια μεταξύ συγγενών.

1. Η επιχείρηση άλλης ασελγούς πράξης που γίνεται μεταξύ των συγγενών που αναφέρονται στο άρθρο 345 τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.

2. Η παρ.2 του άρθρου 345 έχει εφαρμογή και σ' αυτήν εδώ την περί­πτωση.

Άρθρο 347. -Ασέλγεια παρά φύση.

1. Η παρά φύση ασέλγεια μεταξύ αρρένων που τελέστηκε: α) με κατάχρηση μιας σχέσης εξάρτησης που στηρίζεται σε οποιαδήποτε υπηρεσία' β) από ενήλικο με αποπλάνηση προσώπου νεότερου από δεκαεπτά ετών ή από κερδοσκοπία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.

2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος ασκεί την ασέλγεια της παρ.1 κατ' επάγγελμα.

Άρθρο 348. -Διευκόλυνση ακολασίας άλλων.

1. Όποιος κατ' επάγ­γελμα διευκολύνει με οποιοδήποτε τρόπο την ασέλγεια μεταξύ άλλων τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.

2. Με φυλάκιση μέχρι τριών ετών και με χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος διευκολύνει την ασέλγεια μεταξύ άλλων χρησιμοποιώντας απα­τηλά μέσα και αν ακόμη δεν ενεργεί κατ' επάγγελμα.

Άρθρο 349. -Mαστροπεία.

1. Όποιος για να εξυπηρετήσει ακολασία άλλων προάγει στην πορνεία ή εξωθεί στη διαφθορά ανήλικα πρόσωπα ή υποθάλπει ή διευκολύνει την πορνεία ή τη διαφθορά των ανηλίκων τιμωρείται με φυλάκιση εννέα μηνών μέχρι τριών ετών και με χρηματική ποινή, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί για άλλη βαρύτερη αξιό­ποινη πράξη.

2. Η ποινή επιτείνεται σε φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και σε χρη­ματική ποινή, αν το έγκλημα τελέστηκε: α) εναντίον προσώπου νεότερου από δεκαέξι ετών' β) με απατηλά μέσα" γ) από τον ανιόντα συγγενή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας ή από θετό γονέα, σύζυγο, επίτροπο ή από άλλον στον οποίο έχουν εμπιστευθεί τον ανήλικο για ανατροφή, διδα­σκαλία, επίβλεψη ή φύλαξη, έστω και προσωρινή.

3. Όποιος κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία προάγει στην πορνεία γυναίκες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δεκαοκτώ μηνών και με χρηματική ποινή.

Άρθρο 350. -Εκμετάλλευση πόρνης.

Άνδρας που συντηρείται ολικά ή εν μέρει από γυναίκα που ασκεί κατ' επάγγελμα την πορνεία και από την εκμετάλλευση των σχετικών ανήθικων κερδών της τιμωρείται με φυλάκιση έξι μηνών μέχρι τριών ετών.

Άρθρο 351. -Σωματεμπορία.

1. Όποιος για να εξυπηρετήσει την ακολασία άλλων: α) προσλαμβάνει ή παρασύρει, έστω και με τη συναί­νεσή της, ανήλικη γυναίκα με σκοπό την πορνεία" β) με τη βία, με απατηλά μέσα, με απειλές, με επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας ή με κάθε άλλο εξαναγκαστικό μέσο προσλαμβάνει ή παρασύρει ενήλικη γυναίκα με σκοπό την πορνεία" γ) με τα προαναφερόμενα μέσα κατακρατεί παρά τη θέλησή της σε οίκο ανοχής μια γυναίκα ή την εξαναγκάζει να παραδοθεί σε πορνεία τιμωρείται με φυλάκιση ενός έτους μέχρι τριών ετών και με χρηματική ποινή, αν δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης αξιόποινης πράξης.

2. Το πιο πάνω όριο φυλάκισης επιτείνεται έως πέντε έτη, αν το έγκλημα

το διέπραξε ένα από τα πρόσωπα του άρθρου 349 παρ.2 στοιχ.γ'.

3. Οι ποινές αυτές επιβάλλονται και αν ακόμη οι κατ' ιδίαν πράξεις που απαρτίζουν τα συστατικά στοιχεία των παραπάνω εγκλημάτων εκτελέ­στηκαν σε διάφορες επικράτειες.

Άρθρο 352. -Μέτρα ασφάλειας.

Στις περιπτώσεις των άρθρων 347 παρ.2, 348, 349, 350 και 351 εφαρμόζονται και οι σχετικές με τον οίκο εργασίες και τους περιορισμούς διαμονής διατάξεις των άρθρων 72, 73 και 74.

Άρθρο 353. -Πρόκληση σκανδάλου με ακόλαστες πράξεις.

1. 0­ποιος δημόσια επιχειρεί ακόλαστη πράξη και προκαλεί μ' αυτήν σκάνδαλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

2. Όποιος εν γνώσει προσβάλλει βάναυσα την αιδώ άλλου με ακόλαστη πράξη που επιχειρείται ενώπιόν του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Για την ποινική δίωξη αυτής της πράξης απαιτείται έγκληση.

ΕΙΚΟΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εγκλήματα σχετικό με το γόμο και την οικογένεια

Άρθρο 354. -Διατάραξη της οικογενειακής τάξης.

Όποιος με ο­ποιονδήποτε τρόπο νοθεύει ή συγκαλύπτει την οικογενειακή τάξη κά­ποιου και ιδίως όποιος υποβάλλει τέκνο τιμωρείται με φυλάκιση.

Άρθρο 355. -Απάτη σχετική με γάμο.

Όποιος με απατηλά μέσα παραπείθει κάποιον να τελέσει γόμο άκυρο ή ακυρώσιμο, αν ο γάμος γι' αυτόν τον λόγο κηρύχθηκε αμετάκλητα άκυρος τιμωρείται με φυλάκιση. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση.

Άρθρο 356. -Διγαμία.

1. Ο σύζυγος που τέλεσε νέο γάμο πριν αμετακλήτως διαλυθεί ή ακυρωθεί ο προηγούμενος γάμος του, καθώς επίσης και εκείνος που συνάπτει μαζί του νέο γάμο εν γνώσει ότι υπάρχει γάμος που δεν λύθηκε, ή δεν ακυρώθηκε, τιμωρείται με φυλάκιση.

2. Η παραγραφή της πράξης αρχίζει αφότου ο ένας από τους δύο γόμους λύθηκε ή κηρύχθηκε άκυρος.

Άρθρο 357. -[Μοιχεία.]

Καταργήθηκε με το άρθρο 6 του ν 1272/82.

Άρθρο 358.

Παραβίαση της υποχρέωσης για διατροφή. Όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής που του την έχει επιβάλει ο νόμος και έχει αναγνωρίσει, έστω και προσωρινά, το δικαστήριο, με τρόπο τέτοιο ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχτεί βοήθεια άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.

Άρθρο 359. -Εγκατάλειψη εγκύου.

Όποιος εγκαταλείπει σε g:nOpia ή με άλλο τρόπο αβοήθητη μια γυναίκα που έμεινε απ' αυτόν έγκυος και που λόγω της εγκυμοσύνης ή του τοκετού της δεν μπορεί να φροντίσει τον εαυτό της τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση.

Άρθρο 360. -Παραμέληση της εποπτείας ανηλίκου.

1. Όποιος, ενώ έχει υποχρέωση εποπτείας ανηλίκου νεότερου από δεκαεπτά ετών, πα­ραλείπει να τον παρεμποδίσει από την τέλεση αξιόποινης πράξης ή από το να επιδίδεται στην πορνεία, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους, αν δεν συντρέχει περίπτωση να τιμωρηθεί αυστηρότερα με άλλη διάταξη. 2. Όποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος της παράλειψης της προηγούμε­νης παραγράφου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών μηνών.

3. Η ποινή της παρ.1 εκτείνεται σε φυλάκιση μέχρι δύο ετών και της παρ.2 σε φυλάκιση μέχρι έξι μηνών, αν υπαίτιοι της παράλειψης έγιναν γονείς, επίτροποι ή κηδεμόνες υπό την υπεύθυνη επιμέλεια των οποίων έχει τεθεί ο ανήλικος σύμφωνα με το άρθρο 122 αυτού του Κώδικα.

4. Αν η πράξη που τέλεσε ο ανήλικος είναι πταίσμα, το δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει από κάθε ποινή τον υπαίτιο της παράλειψης των παρ.1-3.

ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εγκλήματα κατά της τιμής

Άρθρο 361. -Εξύβριση.

1. Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης (άρθρα 362 και 363), προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή. Η χρηματική ποινή μπορεί να επιβληθεί και μαζί με την ποινή της φυλάκισης.

2. Όταν η προσβολή της τιμής δεν είναι ιδιαίτερα βαριά αν ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις και το πρόσωπο του ατόμου που προσβλήθηκε, ο υπαίτιος τιμωρείται με κράτηση ή με πρόστιμο.

3. Η διάταξη της παρ.3 του άρθρου 308 έχει και σ' αυτή την περίπτωση εφαρμογή.

Άρθρο 361Α. -Απρόκλητη έμπρακτη εξύβριση.

1. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται η έμπρακτη εξύβριση (άρθρο 361 παρ.1), αν έγινε χωρίς πρόκληση από τον παθόντα.

2. Αν στην πράξη της προηγούμενης παραγράφου συμμετείχαν δύο ή περισσότεροι, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.

Άρθρο 362. -Δυσφήμηση.

Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Η χρηματική ποινή μπορεί να επιβληθεί και μαζί με την ποινή της φυλάκισης.

Άρθρο 363. -Συκοφαντική δυσφήμηση.

Αν στην περίπτωση του άρθρου 362, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών" μαζί με τη φυλάκιση μπορεί να επιβληθεί και χρηματική ποινή. Μπορεί επίσης να επιβληθεί και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων κατά το άρθρο 63.

Άρθρο 364. -Δυσφήμηση ανώνυμης εταιρίας.

1. Όποιος ισχυρίζεται με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για ανώνυμη εταιρία ορισμένο γεγονός που είναι σχετικό με τις επιχειρήσεις, την οικονομική κατάσταση ή γενικά τις εργασίες της ή με τα πρόσωπα που τη διοικούν ή τη διευθύνουν και που μπορεί να βλάψει την εμπιστοσύνη του κοινού στην εταιρία και γενικά τις επιχειρήσεις της, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή.

2. Δεν τιμωρείται ο κατηγορούμενος αν αποδείξει την αλήθεια του γε­γονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε.

3. Αν ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι το γεγονός που ισχυρίστηκε ή διέδωσε είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση.

Άρθρο 365. -Προσβολή της μνήμης νεκρού.

Όποιος προσβάλλει τη μνήμη νεκρού με βάναυση ή κακόβουλη εξύβριση ή με συκοφαντική δυσφήμηση (άρθρο 363) τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών.

Άρθρο 366. -Γενικές διατάξεις.

1. Αν το γεγονός του άρθρου 362 είναι αληθινό, η πράξη μένει ατιμώρητη. Η απόδειξη όμως της αλήθειας του γεγονότος απαγορεύεται όταν αυτό αφορά αποκλειστικά σχέσεις του οικογενειακού ή του ιδιωτικού βίου που δεν θίγουν το δημόσιο συμφέρον και ο ισχυρισμός ή η διάδοση έγιναν κακόβουλα.

2. Αν στις περιπτώσεις των άρθρων 362, 363, 364 και 365 το γεγονός που ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος είναι πράξη αξιόποινη για την οποία ασκήθηκε δικαστική δίωξη αναστέλλεται η δίκη για τη δυσφήμηση έως το τέλος της ποινικής δίωξης" θεωρείται αποδεδειγμένο ότι το γε­γονός που αφορά η δυσφήμηση είναι αληθινό αν η απόφαση είναι κατα­δικαστική και ψευδές αν η απόφαση είναι αθωωτική και στηρίζεται στο ότι δεν αποδείχθηκε ότι το πρόσωπο που είχε δυσφημισθεί τέλεσε την αξιόποινη πράξη.

3. Η απόδειξη της αλήθειας του γεγονότος που αφορά τη δυσφήμηση δεν αποκλείει την τιμωρία για εξύβριση, αν από τον τρόπο που εκδηλώ­θηκε ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η δυσφήμηση προκύπτει σκοπός εξύβρισης.

Άρθρο 367.

1. Δεν αποτελούν άδικη πράξη: α) οι δυσμενείς κρίσεις για επιστημονικές, καλλιτεχνικές ή επαγγελματικές εργασίες- β) οι δυ­σμενείς εκφράσεις που περιέχονται σε έγγραφο δημόσιας αρχής γιααντίΚ8ίμενα που ανάγονται στον κύκλο της υπηρεσίας της, καθώς και γ) οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή (από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή δ) σε ανάλογες περιπτώσεις­ 2. Η προηγούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται: α)' όταν οι παραπάνω κρίσεις και εκδηλώσεις περιέχουν τα συστατικό στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 καθώς και β) όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης.

Άρθρο 368. -Έγκληση.

1. Στις περιπτώσεις των άρθρων 361,362, 363, 364 και 365 η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση.

2. Στην περίπτωση του άρθρου 365 δικαίωμα να υποβάλουν έγκληση έχουν ο σύζυγος που έζησε και τα παιδιά του νεκρού. και αν αυτοί δεν υπάρχουν, οι γονείς και οι αδελφοί του. Στην περίπτωση του άρθρου 364, δικαίωμα να υποβάλει έγκληση έχει το διοικητικό συμβούλιο και όποιος άλλος έχει ουσιώδες έννομο συμφέρον.

3. Αν ο παθών είναι δημόσιος υπάλληλος και η πράξη συνέβη κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή για λόγους σχετικούς με την εκτέλεσή της, έχουν επίσης δικαίωμα να υποβάλουν έγκληση η προϊσταμένη του αρχή και ο αρμόδιος υπουργός.

Άρθρο 369. -Δημοσίευση της απόφασης.

1. Η παρ.3 του άρθρου 229 έχει εφαρμογή και στις περιπτώσεις των άρθρων 361, 362, 363, 364 και 365 υπέρ εκείνου που υπέβαλε την έγκληση. η προθεσμία για τη δημοσίευση της απόφασης αρχίζει από την επίδοσή της σ' αυτόν. Αν η πράξη τελέστηκε με δημοσίευμα στον τύπο, η δημοσίευση πρέπει να γίνει με την καταχώρηση σε εφημερίδα τουλάχιστον του σκεπτικού και του διατακτικού της απόφασης.

2. Ο εκδότης της εφημερίδας ή του περιοδικού όπου καταχωρίστηκε το δημοσίευμα που προκάλεσε την καταδίκη, οφείλει να καταχωρήσει στο έντυπό του ολόκληρη την απόφαση μέσα σε οκτώ ημέρες αφότου του επιδόθηκε στην ίδια θέση και με τα ίδια στοιχεία, όπως καταχωρίστηκε και το υβριστικό δημοσίευμα- αλλιώς υποβάλλεται σε φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή σε χρηματική ποινή.

ΕΙΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Παραβίαση απορρήτων

Άρθρο 370. -Παραβίαση του απορρήτου των επιστολών.

1. Όποιος αθέμιτα και με σκοπό να λάβει γνώση του περιεχομένου τους ανοίγει κλειστή επιστολή ή άλλο κλειστό έγγραφο ή παραβιάζει τον κλειστό χώρο στον οποίο είναι φυλαγμένα ή με οποιονδήποτε τρόπο εισχωρεί σε ξένα απόρρητα διαβάζοντας ή αντιγράφοντας ή αποτυπώνοντας με άλλο τρό­πο επιστολή ή άλλο έγγραφο τιμωρείται με χρηματική ποινή ή με φυλά­κιση μέχρι ενός έτους.

2. Η ποινική δίωξη γίνεται μόνο με έγκληση.

Άρθρο 370Α. -Παραβίαση του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας.

1. Όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο παρεμβαίνει σε τηλεφωνική σύνδεση ή συ­σκευή με σκοπό να πληροφορηθεί ή να μαγνητοφωνήσει το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων τιμωρείται με φυλάκιση. Η χρη­σιμοποίηση από το δράστη των πληροφοριών ή μαγνητοταινιών που αποκτήθηκε με αυτόν τον τρόπο θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση.

2. Όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικό τεχνικό μέσα ή μαγνητοφωνεί προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια ή μα­γνητοσκοπεί μη δημόσιες πράξεις τρίτων, τιμωρείται με φυλάκιση. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος μαγνητοφωνεί ιδιωτική συνομιλία μεταξύ αυτού και τρίτου χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου εφαρμόζεται και σ' αυτή την περίπτωση.

3. Με φυλάκιση τιμωρείται όποιος κάνει χρήση των πληροφοριών ή των μαγνητοταινιών ή των μαγνητοσκοπήσεων που αποκτήθηκαν με τους τρόπους που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 αυτού του άρθρου.

4. Η πράξη της παραγράφου 3 δεν είναι άδικη αν η χρήση έγινε ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, ανακριτικής ή άλλης δημόσιας αρχής για τη διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος που δεν μπορούσε να διαφυ­λαχθεί διαφορετικό και ιδίως σε ποινικό δικαστήριο για την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και γενικό αν η χρήση έγινε για την εκπλήρωση καθήκοντος του κατηγορουμένου ή για τη διαφύλαξη έννομου ή άλλου δικαιολογημένου ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος.

5. Η ποινική δίωξη της πράξης της παραγράφου 3 γίνεται μόνο με έγκληση.

6. Αν ο δράστης των πράξεων των παραγράφων 1, 2 και 3 αυτού του άρθρου είναι ιδιωτικός αστυνομικός ή τελεί τις πράξεις αυτές κατ' επάγγελμα ή απέβλεπε στην είσπραξη αμοιβής, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή.

7. Όποιος διαθέτει στο εμπόριο ή με άλλον τρόπο προσφέρει για εγκατάσταση τεχνικό μέσα ειδικό μόνο για την τέλεση των πράξεων των παραγράφων 1 και 2 αυτού του άρθρου ή δημόσια διαφημίζει ή προσφέ­ρει τις υπηρεσίες του για την τέλεσή τους, τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή.

Άρθρο 370Β.

1. Όποιος αθέμιτα αντιγράφει, αποτυπώνει, χρησι­μοποιεί, αποκαλύπτει σε τρίτον ή οπωσδήποτε παραβιάζει στοιχεία ή προγράμματα υπολογιστών', τα οποία συνιστούν κρατικό, επιστημονικό ή επαγγελματικό απόρρητα ή απόρρητα επιχείρησης του δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών" Ως απόρρητα θεωρούνται και εκείνα που ο νόμιμος κάτοχος τους, από δικαιολογημένο ενδιαφέρον τα μεταχειρίζεται ως απόρρητα, ιδίως όταν έχει λάβει μέτρα για να παρεμποδίζεται ως απόρρητα, ιδίως όταν έχει λάβει μέτρα για να παρεμποδίζονται τρίτοι να λάβουν γνώση τους.

2. Αν ο δράστης είναι στην υπηρεσία του κατόχου των στοιχείων, καθώς και αν το απόρρητο είναι ιδιαίτερα μεγάλης οικονομικής σημασίας, επιβάλει βάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.

3. Αν πρόκειται για στρατιωτικό ή διπλωματικό απόρρητο ή για απόρρητο που αναφέρεται στην ασφάλεια του κρότους, η κατά την παράγραφο 1 πράξη τιμωρείται κατά τα άρθρα 146 και 147.

4. Οι πράξεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 διώκονται ύστερα από έγκληση,

Άρθρο 370Γ.

1. Όποιος χωρίς δικαίωμα αντιγράφει ή χρησιμοποιεί προγράμματα υπολογιστών, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μήνες και με χρηματική ποινή εκατό χιλιάδων έως δύο εκατομμυρίων δραχμών,

2. Όποιος αποκτά πρόσβαση σε στοιχεία που έχουν εισαχθεί σε υπολο­γιστή ή σε περιφερειακή μνήμη υπολογιστή ή μεταδίδονται με συστήματα τηλεπικοινωνιών, εφόσον οι πράξεις αυτές έγιναν χωρίς δικαίωμα, ιδίως με παραβίαση απαγορεύσεων ή μέτρων ασφάλειας που είχε λάβει ο νόμιμος κάτοχος τους, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τρεις μήνες ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών, Αν η πράξη ανα­φέρεται στις διεθνείς σχέσεις ή την ασφάλεια του κρότους, τιμωρείται κατά το άρθρο 148.

3. Αν ο δράστης είναι στην υπηρεσία του νόμιμου κατόχου των στοιχείων, η πράξη της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται μόνο αν απαγορεύε­ται ρητά από εσωτερικό κανονισμό ή από έγγραφη απόφαση του κατόχου ή αρμόδιου υπαλλήλου του.

4. Οι πράξεις των παραγράφων 1 έως 3 διώκονται ύστερα από έγκληση. Άρθρο 370Δ. -Καταργήθηκε με το άρθρο 33 παρ.9 εδ.β' του ν 2172/93,

Άρθρο 371. -Παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας.

1. Κληρικοί, δικηγόροι και κάθε είδους νομικοί παραστάτες, συμβολαιογράφοι, για­τροί, μαίες, νοσοκόμοι, φαρμακοποιοί και άλλοι στους οποίους κάποιοι εμπιστεύονται συνήθως λόγω του επαγγέλματός τους ή της ιδιότητάς τους. ιδιωτικά απόρρητα, καθώς και οι βοηθοί των προσώπων αυτών, τιμωρούνται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι ενός έτους αν φανερώσουν ιδιωτικά απόρρητα που τους τα εμπιστεύτηκαν ή που τα έμαθαν λόγω του επαγγέλματός τους ή της ιδιότητάς τους.

2. Όμοια τιμωρείται όποιος, μετά το θάνατο ενός από τα πρόσωπα της παρ.1 και απ' αυτή την αιτία γίνεται κάτοχος εγγράφων ή σημειώσεων του νεκρού σχετικών με την άσκηση του επαγγέλματός του, ή της ιδιό­τητάς του και από αυτά φανερώνει ιδιωτικά απόρρητα.

3. Η ποινική δίωξη γίνεται μόνο με έγκληση.

4. Η πράξη δεν είναι άδικη και μένει ατιμώρητη αν ο υπαίτιος απέβλεπε στην εκπλήρωση καθήκοντός του ή στη διαφύλαξη έννομου ή για άλλο λόγο δικαιολογημένου ουσιώδους συμφέροντος δημόσιου ή του ίδιου ή κάποιου άλλου, το οποίο δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά.

ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας

Άρθρο 372. -Κλοπή.

1. Όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παρά­νομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση του­λάχιστον δύο ετών.

2. Κινητό πράγμα θεωρείται κατά τον Κώδικα και η ενέργεια του ηλε­κτρισμού, του ατμού και κάθε άλλη ενέργεια.

3. Η διάταξη του άρθρου 72 σχετικά με την παραπομπή του υπαιτίου σε κατάστημα εργασίας εφαρμόζεται και εδώ.

Άρθρο 373.

Ως υπαίτιος κλοπής τιμωρείται και όποιος νεκρο­συλήσει με τυμβωρυχία, σκοπεύοντας να αποκτήσει παράνομα ο ίδιος ή τρίτος περιουσιακή ωφέλεια.

Άρθρο 374. -Διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής.

Η κλοπή τιμω­ρείται, με κάθειρξη μέχρι 10 ετών: α) αν από τόπο προορισμένον για θρησκευτική λατρεία αφαιρέθηκε πράγμα αφιερωμένο σ' αυτή' β) αναφαιρέθηκε πράγμα επιστημονικής, καλλιτεχνικής, αρχαιολογικής ή ι­στορικής σημασίας που βρισκόταν σε συλλογή εκτεθειμένη σε κοινή θέα ή σε δημόσιο οίκημα ή σε άλλο δημόσιο τόπο' Υ) αν αφαιρέθηκε πράγμα που μεταφερόταν με οποιοδήποτε δημόσιο συγκοινωνιακό μέσο ή ήταν τοποθετημένο σε χώρο προορισμένο για εναπόθεση πραγμάτων προς μεταφορά ή παραλαβή ή μεταφερόταν από ταξιδιώτη" δ) αν η κλοπή τελέστηκε από δύο ή περισσότερους που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές ή ληστείες' ε) αν η πράξη τελέστηκε από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές ή ληστείες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια" στ) αν οι περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη μαρτυρούν ότι ο δράστης είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος' ζ) αν ο δράστης κινούμενος με μηχανοκίνητο μεταφορικό μέσο αφαίρεσε πράγμα που κρατούσε ή φο­ρούσε ο παθών, αν η πράξη του δεν τιμωρείται βαρύτερα κατά το άρθρο380.

Άρθρο 374Α.

1. Όποιος αφαιρεί από την κατοχή άλλου ξένου μηχανοκίνητο μεταφορικό μέσο με αποκλειστικό σκοπό να το χρησιμο­ποιήσει για πολύ μικρό χρονικό διάστημα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

2. Η ποινική δίωξη γίνεται μόνο ύστερα από έγκληση.

3. Η διάταξη του άρθρου 379 εφαρμόζεται και για το έγκλημα της παρ.1 αυτού του άρθρου μαζί με την απόδοση του πράγματος απαιτείται και η ολοκληρωτική ικανοποίηση του ζημιωμένου.

Άρθρο 375. -Υπεξαίρεση.

1. Όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικό ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.

2. Αν η πράξη ενέχει κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ιδίως όταν πρόκειται για αντικείμενο που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητός του ως επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθό­ντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

3. Με το ξένο πράγμα εξομοιώνεται και: α) το τίμημα που έλαβε ο υπαίτιος για κινητό πράγμα που του το είχαν εμπιστευθεί για να το πουλήσει καθώς και β) το κινητό πράγμα που απέκτησε ο υπαίτιος με χρήματα ή με άλλο πράγμα που του το είχαν εμπιστευθεί για να αγοράσει ή να ανταλλάξει αντίστοιχα το πράγμα που απέκτησε.

Άρθρο 376. -Παρασιώπηση ανεύρεσης.

Όποιος βρίσκει χαμένο πράγμα και δεν αναγγέλλει την ανεύρεση μέσα σε δεκατέσσερις ημέρες στις αρχές ή στο κοινό ή στο δικαιούχο τιμωρείται με χρηματική ποινή. Αν το αντικείμενο είναι ασήμαντης αξίας, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη.

Άρθρο 377. -Κλοπές και υπεξαιρέσεις ευτελούς αξίας.

1. Αν η κλοπή ή η υπεξαίρεση έχει αντικείμενο πράγμα ευτελούς αξίας, τιμωρεί­ται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών. Αν όμως η πράξη τελέστηκε από ανάγκη για άμεση χρήση ή ανάλωση του αντικειμένου της κλοπής ή υπεξαίρεσης, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη.

2. Στις περιπτώσεις αυτού του άρθρου η ποινική δίωξη γίνεται μόνο ύστερα από έγκληση.

Άρθρο 378. -Υφαιρέσεις.

Κλοπή ή υπεξαίρεση που έγινε: α) μεταξύ συγγενών και αγχιστέων σε ευθεία γραμμή, θετών γονέων και θετών τέκνων, συζύγων και μνηστευμένων, αδελφών καθώς και των συζύγων και των μνηστήρων τους. β) από σύζυγο στην περιουσία που άφησε ο σύζυγός του. γ) εναντίον επιτρόπου ή επιμελητή του υπαιτίου, καθώς επίσης και σε βάρος προσώπου με το οποίο ο υπαίτιος ή συμμέτοχος διατελεί σε σχέση εξάρτησης ή ζει στο ίδιο σπίτι, διώκεται μόνο ύστερα από έγκληση.

Άρθρο 379. -Απόδοση του ιδιοποιημένου πράγματος.

Το αξιόποινο της κλοπής και της υπεξαίρεσης εξαλείφεται αν ο υπαίτιος, με δική του θέληση και πριν ακόμη εξετασθεί με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη του από τις αρχές, απέδωσε χωρίς παράνομη βλάβη κάποιου τρίτου το πράγμα ή ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωμένο. Η μερική μόνο απόδοση ή ικανοποίηση εξαλείφει το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο μόνο μέρος.

Άρθρο 380. -Ληστεία.

1. Όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλον ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, τιμωρείται με κά­θειρξη.

2. Αν από την πράξη προήλθε ο θάνατος κάποιου προσώπου η βαριά σωματική βλάβη (άρθρο 310) ή αν η πράξη εκτελέστηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα εναντίον προσώπου, επιβάλλεται θάνατος ή ισόβια κάθειρξη. 3. Οι ίδιες ποινές (παρ.1 και 2) επιβάλλονται σ' εκείνον που καταλήφθηκε επ' αυτοφώρω να κλέβει και μεταχειρίζεται σωματική βία εναντίον προ­σώπου ή απειλές ενωμένες με επικείμενον κίνδυνο σώματος ή ζωής για να διατηρήσει το κλοπιμαίο.

Άρθρο 381. -Φθορά ξένης ιδιοκτησίας.

1. Όποιος με πρόθεση καταστρέφει ή βλάπτει ξένο (ολικά ή εν μέρει) πράγμα ή με άλλον τρόπο καθιστά ανέφικτη τη χρήση του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. 2. Αν η φθορά έχει αντικείμενο πράγμα ευτελούς αξίας ή η ζημία που προξενήθηκε από τη φθορά είναι ελαφρά, ο υπαίτιος τιμωρείται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών.

Άρθρο 382. -Διακεκριμένες περιπτώσεις φθοράς.

1. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται η φθορά ξένης ιδιοκτησίας της πρώτης παραγράφου του άρθρου 381, αν έγινε χωρίς πρόκληση από τον παθόντα.

2. Με την ποινή της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται ο δράστης, αν το αντικείμενο της πράξης που προβλέπεται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 381: α) είναι πράγμα που χρησιμεύει για κοινό όφελος' β)

είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας' Υ) η φθορά έγινε με φωτιά ή με κάποιο από τα μέσα που προβλέπει το άρθρο 270.

3. Αν στην πράξη της πρώτης παραγράφου συμμετείχαν δύο ή περισσό­τεροι ή συντρέχει και μία από τις περιπτώσεις της δεύτερης παραγρά­φου, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.

4. Όποιος προκαλεί κατά τους όρους του προηγούμενου άρθρου φθορά ή βλάβη αρχαιολογικού ή καλλιτεχνικού ή ιστορικού μνημείου ή αντικει­μένου τοποθετημένου σε δημόσιο χώρο τιμωρείται με φυλάκιση τουλά­χιστον ενός έτους αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

Άρθρο 383. -Γενικές διατάξεις.

Στις περιπτώσεις των άρθρων 381 και 382 παρ.2 στοιχ.β' η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του παθόντος.

Άρθρο 384.

Στις περιπτώσεις των άρθρων 381 παρ.2 και 382 παρ.2 στοιχ.β' το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο υπαίτιος με δική του θέληση και πριν ακόμη εξεταστεί με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη του από τις αρχές, χωρίς παράνομη βλάβη τρίτου αποκατέστησε πλήρως το φθαρ­μένο πράγμα ή ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωμένο. Η μερική αποκατάσταση ή ικανοποίηση εξαλείφουν τον αξιόποινο χαρακτήρα κατά το αντίστοιχο μόνο μέρος.

Άρθρο 384Α. -Καταστολή φθορών που προκαλούν το κοινό αί­σθημα.

Όποιος δημόσια ή μέσα σε καταστήματα ή σε κέντρα ή σε άλλους τόπους διασκέδασης προσιτούς στο κοινό, όπου προσφέρονται κάθε είδους εδέσματα ή ποτά, προκαλεί ή διεγείρει με οποιονδήποτε τρόπο το κοινό αίσθημα, καταστρέφοντας ή βλάπτοντας ή με άλλο τρόπο κα­θιστώντας ανέφικτη τη χρήση κινητών πραγμάτων (ξένων ή όχι) έστω και με τη συναίνεση ή την ανοχή του κυρίου ή κατόχου τους ή των υπευθύνων του καταστήματος ή του κέντρου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών.

ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εγκλήματα κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων

Άρθρο 385. -Εκβίαση.

1. Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 380, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιου­σιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή με απειλή σε πράξη, παρά­λειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξα­ναγκαζομένου ή άλλου τιμωρείται:

α) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 380, παράγρ.1 και 2, αν η πράξη τελέστηκε με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώμα­τος ή ζωής'

β) αν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε βία ή απειλή βλάβης της επιχείρησης, του επαγγέλματος, του λειτουργήματός του, ή άλλης δρα­στηριότητας που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος ή άλλος ή προσφέρθηκε να παρέχει ή παρέχει προστασία για την αποτροπή πρόκλησης τέτοιας βλάβης από τρίτον τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και δεν επιτρέπεται μετατροπή ή αναστολή της ποινής. Αν τις παραπάνω πράξεις τέλεσε πρόσωπο που διαπράττει τέτοιες πράξεις κατά συνήθεια ή κατ' επάγγελμα ή αν από τις περιστάσεις αποδεικνύεται ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών'

γ) σε κάθε άλλη περίπτωση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.

2. Οι διατάξεις του άρθρου 72 για το κατάστημα εργασίας εφαρμόζονται και εδώ.

Άρθρο 386. -Απάτη.

1. Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη, ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώ­πηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.

2. Οι διατάξεις του άρθρου 72 για το κατάστημα εργασίας εφαρμόζονται και εδώ.

3. επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και β) αν οι περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε η πράξη μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαίτερα επι­κίνδυνος.

Άρθρο 386Α. -Απάτη με υπολογιστή.

Όποιος, με σκοπό να προ­σπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, επηρεάζοντας τα στοιχεία υπολογιστή είτε με μη ορθή διαμόρφωση του προγράμματος είτε με επέμβαση κατά την εφαρμογή του είτε με χρησιμοποίηση μη ορθών ή ελλιπών στοιχείων είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται με τις ποινές του προηγούμενου άρθρου. Περιουσιακή βλάβη υφίσταται και αν τα πρόσωπα που την υπέστησαν είναι άδηλα. Για την εκτίμηση του ύψους της ζημιάς είναι αδιάφορο αν παθόντες είναι ένα ή περισσότερα πρόσωπα.

Άρθρο 387. -Απάτη ευτελούς αξίας.

Αν η ζημία που προξενήθηκε από την απάτη είναι ευτελούς αξίας, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 377.

Άρθρο 388. -Απάτη σχετική με τις ασφάλειες.

1. Όποιος με το σκοπό να εισπράξει ο ίδιος ή κάποιος άλλος το ποσό για το οποίο έχει ασφαλιστεί ένα αντικείμενο κινητό ή ακίνητο, επιφέρει την πραγμάτωση του κινδύνου για τον οποίο έχει γίνει η ασφάλιση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.

2. Στην ίδια ποινή υπόκειται όποιος για τον παραπάνω σκοπό προξενεί στον εαυτό του σωματική βλάβη ή επιτείνει τις συνέπειες σωματικής βλάβης που επήλθε από ατύχημα.

Άρθρο 389. -Απατηλή πρόκληση βλάβης.

1. Όποιος με πρόθεση βλάπτει παράνομα ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον με την εν γνώσει του παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή με αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή.

2. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση.

Άρθρο 390. -AπτOTfa.

Όποιος με γνώση ζημιώνει την περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη), τιμωρείται με φυλάκιση.

Άρθρο 391. -[Δόλια αποφυγή πληρωμής εισιτηρίου.]

Καταργήθηκε με το άρθρο 1 παρ.12β) του ν 2207/94.

Άρθρο 392. -Δόλια αποδοχή παροχών.

1. Όποιος με την πρόθεση να μην καταβάλει αντίτιμο παίρνει για άμεση κατανάλωση τρόφιμα ή ποτό ή δέχεται την παροχή καταλύματος ή υπηρεσιών, των οποίων το αντίτιμο είναι άμεσα πληρωτέο κατά τις συνήθειες των συναλλαγών, τιμωρείται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι τριών μηνών.

2. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση.

Άρθρο 393. -Γενικές διατάξεις.

Οι διατάξεις του άρθρου 378 στοι­χεία α' και γ' εφαρμόζονται αναλόγως και για τις πράξεις των άρθρων 386 και 387" οι διατάξεις του άρθρου 379 και για τις πράξεις των άρθρων 386, 387, 389, 390, 391 και 392.

Άρθρο 394. -Αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος.

1. Όποιος με πρόθεση αποκρύπτει, αγοράζει, λαμβάνει ως ενέχυρο ή με άλλον τρόπο δέχεται στην κατοχή του πράγμα που προήλθε από αξιό­ποινη πράξη ή μεταβιβάζει σε άλλον την κατοχή τέτοιου πράγματος ή συνεργεί σε μεταβίβαση ή με οποιονδήποτε τρόπο ασφαλίζει την κατοχή του σε άλλον, τιμωρείται με φυλάκιση, ανεξάρτητα αν είναι τιμωρητέος ή όχι ο υπαίτιος του εγκλήματος από τον οποίο προέρχεται το πράγμα. 2. Αν το αντικείμενο της πράξης της προηγούμενης παραγράφου είναι ευτελούς αξίας, ο δράστης τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών και η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση.

3. Με τα πράγματα που προέρχονται από αξιόποινη πράξη εξομοιώνεται και το τίμημά τους, καθώς επίσης και τα αντικείμενα που αποκτήθηκαν μέσω αυτών.

4. Αν ο υπαίτιος επιχειρεί τέτοιες πράξεις κατ' επάγγελμα ή κατά συνή­θεια ή ενήργησε από ιδιοτέλεια ή αν πρόκειται για πράγμα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Το άρθρο72 για την παραπομπή σε κατάστημα εργασίας εφαρμόζεται και στην προκείμενη περίπτωση.

Άρθρο 394Α. -Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστη­ριότητα.

1. Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται όποιος με κερδοσκοπία ή με το σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται στα κατωτέρω εγκλήματα, προκειμένου αυτό να αποφύγει τη δίωξη, την εκτέλεση επιβληθείσας ποινής ή μέτρου ασφαλείας ή δημεύσεως, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιοδήποτε περιου­σιακό στοιχείο, που προέρχεται από έγκλημα αρπαγής (άρθρο 322) ληστείας (άρθρο 380) εκβίασης σε βαθμό κακουργήματος (άρθρο 385 παρ.1α) κλοπής κατά το άρθρο 374, περιπτώσεις α'-στ', παραγωγής, εμπορίας ή διακίνησης ναρκωτικών, κατασκευής, εμπορίας ή διακίνησης όπλων, εκρηκτικών ή εμπρηστικών υλών ή μέσων χημικού ή βιολογικού πολέμου, ή από έγκλημα που αφορά αφαίρεση και μεταμόσχευση αν­θρώπινων ιστών και οργάνων ή από συμμετοχή σε τέτοια εγκλήματα, ή μεσολαβεί στη διενέργεια τέτοιων πράξεων. Αν ο δράστης ενεργεί τέ­τοιες πράξεις κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή αν το περιουσιακό στοιχείο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται κάθειρξη. Επίσης επιβάλλεται υποχρεωτικά δήμευση των παραπάνω περιουσιακών στοι­χείων, ως και των πάσης φύσεως αντικειμένων, χρημάτων ή αξιών, που χρησίμευσαν ή προορίζονταν να χρησιμεύσουν για την τέλεση του ε­γκλήματος πλην εκείνων των οποίων διατάσσεται η επιστροφή στον ιδιοκτήμονα.

2. Οι ποινές της προηγούμενης παραγράφου επιβάλλονται ανεξάρτητα από το αν είναι τιμωρητέος ή όχι ο υπαίτιος του εγκλήματος, από το οποίο προέρχεται το περιουσιακό στοιχείο, ή αν το. έγκλημα αυτό τελέ­στηκε στην αλλοδαπή.

3. Ως περιουσιακό στοιχεία κατά την έννοια της πρώτης παραγράφου νοούνται κινητό και ακίνητα πράγματα, δικαιώματα και έγγραφα που αποτελούν τίτλο ιδιοκτησίας ή ενσωματώνουν ή αποδεικνύουν περιου­σιακά δικαιώματα, το τίμημά τους και τα αντικείμενα που αποκτήθηκαν μέσω αυτών.

Άρθρο 395.

Στις περιπτώσεις των παρ.1 και 2 του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 379.

Άρθρο 396. -Παρακώλυση συναγωνισμού.

Όποιος σε δημόσιους πλειστηριασμούς εμποδίζει με βία ή με απειλές τον ελεύθερο συναγω­νισμό ή απομακρύνει με δώρα ή υποσχέσεις αυτόν που προσφέρει ή έχει την πρόθεση να προσφέρει τιμωρείται με φυλάκιση.

Άρθρο 397. -Καταδολίευση δανειστών.

1. Ο οφειλέτης που με πρόθεση ματαιώνει ολικό ή εν μέρει την ικανοποίηση του δανειστή του, βλάπτοντας, καταστρέφοντας ή καθιστώντας χωρίς αξία, αποκρύπτοντας ή απαλλοτριώνοντας χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα οποιοδήπο­τε περιουσιακό του στοιχείο, κατασκευάζοντας ψεύτικα χρέη ή ψεύτικες δικαιοπραξίες, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο. ετών ή με χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν υπόκειται σε βαρύτερη ποινή σύμφωνα με άλλη διάταξη.

2. Όμοια τιμωρείται όποιος επιχειρεί κάποια από αυτές τις πράξεις υπέρ του οφειλέτη.

3. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση.

Άρθρο 398. -Χρεοκοπία.

Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται ο υπαίτιος δόλιας χρεοκοπίας, κατά τους όρους του εμπορι­κού νόμου και με φυλάκιση το πολύ δύο ετών ο υπαίτιος απλής χρεοκο­πίας.

Άρθρο 399. -Παρακώλυση της άσκησης δικαιώματος.

1. Όποιος με πρόθεση αφαιρεί ή καταστρέφει ολικά ή μερικά πράγμα που έχει στην ιδιοκτησία του και έτσι καθιστά ανέφικτη για το δικαιούχο την άσκηση δικαιώματος επικαρπίας, χρήσης, οίκησης, εμπράγματης ασφάλειας ή παρακράτησης στο πράγμα αυτό τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή.

2. Όμοια τιμωρείται όποιος επιχειρεί κάποια από τις πράξεις αυτές υπέρ του ιδιοκτήτη.

3. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση.

Άρθρο 400. -Παράνομη αλιεία.

1. Όποιος ψαρεύει σε ύδατα όπου άλλος έχει το δικαίωμα της αλιείας, χωρίς την άδειά του τιμωρείται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών.

2. Αν ο υπαίτιος ασκεί παράνομη αλιεία κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

3. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση.

Άρθρο 401. -Αλιεία σε χωρικό ύδατα.

Αλλοδαπός που ψαρεύει χωρίς δικαίωμα στην αιγιαλίτιδα ζώνη του ελληνικού κράτους τιμωρείται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών.

Άρθρο 402. -Γενική διάταξη.

Στις περιπτώσεις των άρθρων 397, 399 και 400 εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 379.

Άρθρο 403. -Παραπλάνηση ανηλίκων σε χρέη.

1. Όποιος από ιδιοτέλεια και με εκμετάλλευση της κουφότητας ή της απειρίας κάποιου ανηλίκου δέχεται για τον εαυτό του ή για τρίτον εκ μέρους του ανηλίκου και με ζημία του την υπόσχεση ή εξασφάλιση της πληρωμής χρηματικού ποσού ή τη χορήγηση άλλης παροχής που έχει χρηματική αξία τιμωρείται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.

2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος απαλλοτριώνει περαιτέρω ή δίνει ως ενέχυρο κάποια απαίτηση που απέκτησε από τον ανήλικο η οποία είναι του είδους που αναφέρεται στην παρ. 1 ή επιδιώκει την εκπλήρωση των περιουσιακών ωφελημάτων που πηγάζουν απ' αυτήν.

3. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση.

Άρθρο 404. -Τοκογλυφία.

1. Όποιος σε δικαιοπραξία για την παροχή οποιασδήποτε πίστωσης, ανανέωσή της ή παράταση της προθεσμίας πληρωμής εκμεταλλεύεται την ανάγκη, την πνευματική αδυναμία, την κουφότητα την απειρία ή την ψυχική έξαψη εκείνου που παίρνει την πίστωση, συνομολογώντας ή παίρνοντας για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα, που ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις είναι προφανώς δυσανάλογα προς την παροχή του υπαιτίου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή.

2. Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και: α) όποιος ανεξάρτητα από τους πιο πάνω όρους, κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου, συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. β) όποιος απαλλοτριώνει παραπέρα ή δίνει ως ενέχυρο κάποια απαίτηση που απέ­κτησε και που είναι του είδους που αναφέρεται στην παρ. 1 ή στην παρ.2 στοιχ.α' ή επιδιώκει την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων που πηγάζουν από αυτή την απαίτηση.

3. Αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις του είδους των παρ.1 και 2 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή.

4. Αν οι πράξεις των πιο πάνω παραγράφων τελούνται από νομικά πρό­σωπα ποινική ευθύνη υπέχουν οι διοικητές και οι διευθυντές τους. 5. Η ποινική δίωξη των πράξεων των παρ.1 και 2 ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση.

6. Το αξιόποινο των ανωτέρω πράξεων εξαλείφεται αν ο δράστης με δική του θέληση και πριν ακόμη εξετασθεί με οποιονδήποτε τρόπο από την αρμόδια αρχή για την πράξη του εξουδετερώσει την παράνομη κατάστα­ση και αποδώσει στον οφειλέτη, ό,τι πήρε πάνω από το νόμιμο μέτρο μαζί με τους νόμιμους τόκους από την ημέρα που το πήρε.

Άρθρο 405. -Αισχροκέρδεια.

1. Όποιος, σχετικά με άλλες δικαιο­πραξίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 404 παρ.1 και υπό τις ίδιες περιστάσεις, συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν την αξία της δικής του παροχής τόσο ώστε ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις να βρίσκο­νται σε προφανή δυσαναλογία προς αυτήν τιμωρείται, αν το πράττει κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή.

2. Η παρ.6 του άρθρου 404 εφαρμόζεται και σ' αυτή την περίπτωση.

Άρθρο 406. -Παραπλάνηση σε χρηματιστηριακές πράξεις.

Όποιος από πλεονεξία εκμεταλλεύεται την απειρία ή την πνευματική αδυναμία κάποιου άλλου παραπλανώντας τον σε χρηματιστηριακές κερδοσκοπικές πράξεις οι οποίες δεν ανήκουν στον κύκλο των εργασιών εκείνου που παραπλανάται και είναι προφανώς δυσανάλογες προς την περιουσία του και μπορούν εξαιτίας αυτού του γεγονότος να επιφέρουν ή να επι­ταχύνουν την οικονομική καταστροφή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Επαιτεία και αλητεία

Άρθρο 407. -Επαιτεία.

Όποιος επαιτεί από φυγοπονία ή από φιλο­χρηματία ή κατά συνήθεια τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών μηνών.

Άρθρο 408. -[Αλητεία.]

Καταργήθηκε με το άρθρο 1 παρ.12β) του ν. 2207/94.

Άρθρο 409. -Παραμέληση αποτροπής από επαιτεία ή αλητεία.

Τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή: α) όποιος εξωθεί σε επαιτεία ή παραλείπει να εμποδίσει από την επαιτεία ή την αλητεία πρόσωπα που έχει στην επιμέλειά του ή που βρίσκονται σε σχέση εξάρτησης από αυτόν' β) όποιος παραδίδει ή προμηθεύει σε άλλους πρόσωπα ηλικίας κάτω των 17 ετών ή που έχουν υπερβεί αυτή την ηλικία, είναι όμως σωματικό ή διανοητικά ανάπηρα, για να προκαλούν με τη νεαρή τους ηλικία ή με την τυχόν σωματική ή διανοητική ασθένεια ή αναπηρία τους τον οίκτο ή την περιέργεια του κοινού για χρηματικό όφελος δικό του ή άλλου.

Άρθρο 410. -Γενική διάταξη.

Η διάταξη του άρθρου 72 για παρα­πομπή σε κατάστημα εργασίας εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις των άρθρων 407-409.

ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Πταίσματα

Ι. Γενικές διατάξεις

Άρθρο 411. -Ευθύνη για πταίσματα άλλων.

Οι εργοστασιάρχες ή άλλοι διευθυντές ή αρχιεργάτες βιομηχανίας ή βιοτεχνίας, οι εργολήπτες και οι έμποροι είναι υπεύθυνοι για τα πταίσματα που διαπράττουν οι υφιστάμενοι ή αντιπρόσωποί τους, τα οποία ανάγονται σε πράξεις δια­ταγμένες ή απαγορευμένες σχετικές με την άσκηση των έργων τους, αν τα γνωρίζουν και μπορούν να τα εμποδίσουν ή αν είναι δυνατόν να τους αποδοθεί αμέλεια σχετική με την επίβλεψη που οφείλουν να ασκούν.

Άρθρο 412. -Υπότροποι ή καθ' έξιν δράστες πταισμάτων.

1. 0­ποιος, αν και τιμωρήθηκε επανειλημμένα, τουλάχιστον όμως δύο φορές μέσα σε μία διετία. με ποινή κράτησης για το ίδιο ή συγγενές πταίσμα, διαπράξει νέο τέτοιο πταίσμα τιμωρείται με ποινή κράτησης επαυξημένης έως το διπλάσιο εκείνης που προβλέπεται στο νόμο για το πταίσμα που τελέστηκε.

2. Το ίδιο ισχύει, ανεξάρτητα από το χρόνο τιμωρίας, αν από το συνδυα­σμό του νέου πταίσματος με τα προηγούμενα αποδεικνύεται ότι ο υπαί­τιος διαπράττει πταίσματα καθ' έξιν ή κατ' επάγγελμα.

ΙΙ. Τα ειδικότερα Πταίσματα

Άρθρο 413. -Αποδοχή διακρίσεων και αμοιβών από ξένη δύναμη.

Ημεδαπός που δέχεται από ξένη δύναμη μισθό. σύνταξη, τίτλο, παράσημο ή άλλο διακριτικό σημείο χωρίς ρητή άδεια της κυβέρνησης τιμω­ρείται με κράτηση μέχρι τριών μηνών ή με πρόστιμο ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Άρθρο 414. -Παράνομη άσκηση επαγγέλματος.

1. Όποιος χωρίς την άδεια της αρχής ασκεί επάγγελμα που για την άσκηση του ο νόμος απαιτεί τέτοια άδεια, τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση.

2. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται: α) όταν η άδεια που απαιτεί ο νόμος αποβλέπει αποκλειστικό σε φορολογικούς σκοπούς και β) στις περιπτώ­σεις που ρυθμίζονται ιδιαίτερα από το νόμο.

Άρθρο 415. -Αυθαίρετη μεταβολή ονόματος.

Όποιος χωρίς άδεια της αρχής μεταβάλλει το επώνυμό του ή δίνει στον εαυτό του ξένο επώνυμο τιμωρείται με κράτηση.

Άρθρο 416. -Πρόκληση ανησυχίας.

Όποιος με πρόθεση προκαλεί ανησυχία σε άλλον ή κινητοποιεί την αρχή ή την ένοπλη δύναμη ζητώντας ψευδώς βοήθεια ή χρησιμοποιώντας ατόπως σήματα κινδύνου ή με Ψευ­δείς ή δεισιδαιμονικές ανακοινώσεις ή φήμες τιμωρείται με κράτηση ή με πρόστιμο, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

Άρθρο 417. -Διατάραξη ησυχίας.

Όποιος διαταράσσει δημόσια τις ασχολίες, τις τέρψεις ή τη νυχτερινή ησυχία των κατοίκων με υπερβολι­κούς κρότους που παράγονται κατά την άσκηση κάποιου επαγγέλματος ή που προκαλούνται με άλλον τρόπο ή με θορύβους, διαπληκτισμούς ή με οποιεσδήποτε άλλες πράξεις τιμωρείται με κράτηση ή πρόστιμο.

Άρθρο 418. -Υπέρβαση νυκτερινής ώρας.

Αν τα εστιατόρια ή τα άλλα δημόσια κέντρα αναψυχής και διασκέδασης δεν σταματήσουν τη λειτουργία τους τις νυκτερινές ώρες που έχει καθορίσει η αστυνομία επιβάλλεται πρόστιμο ή κράτηση: α) στο διευθυντή του καταστήματος που ανέχεται την παραμονή ξένων πέρα από αυτή την ώρα και β) στους θαμώνες που παραμένουν στο κατάστημα με το την προτροπή του διευ­θυντή του καταστήματος ή κάποιου αστυνομικού να απομακρυνθούν.

Άρθρο 419. -Παραβάσεις σχετικές με τα δημόσια θεάματα.

Με πρόστιμο ή με κράτηση τιμωρείται όποιος διοργανώνει δημόσια θεάματα, θεατρικές ή άλλες δημόσιες παραστάσεις χωρίς άδεια της αστυνομικής αρχής, καθώς και όποιος παραβαίνει σχετικά με τέτοια θεάματα ή πα­ραστάσεις τις διατάξεις που έχουν εκδοθεί από τις αρχές για τον τόπο, το χρόνο ή τον τρόπο της διεξαγωγής τους.

Άρθρο 420. -Παραβάσεις διατάξεων για τους δρόμους.

Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις που έχει εκδώσει η αρμόδια αρχή και ιδίως τις αστυνομικές διατάξεις που αποσκοπούν στην ασφάλεια, την τάξη, την άνεση, την ησυχία ή την καθαριότητα στους δημόσιους δρόμους ή τις πλατείες ή στα νερά τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι δύο μηνών.

Άρθρο 421. -Παράβαση διατάξεων για τους αιγιαλούς.

Με πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι δύο μηνών τιμωρείται όποιος παραβαίνει τις διατάξεις της αρμόδιας αρχής και ιδίως τις αστυνομικές που έχουν εκδοθεί για να προστατεύσουν τους αιγιαλούς, τις όχθες θαλασσών, λιμνών ή ποταμών και τις φυτείες ή άλλες εγκαταστάσεις που υπάρχουν επάνω σ' αυτές.

Άρθρο 422. -Παραμέληση πρόληψης βλάβης από δηλητηρίαση.

Όποιος γνωρίζει ότι από τη χρήση κάποιου πράγματος μπορεί να προκύψει κίνδυνος δηλητηρίασης ανθρώπου ή ζώου και παραλείπει να προ­

λάβει τον κίνδυνο με τα μέσα που είναι δυνατά σ' αυτόν τιμωρείται με κράτηση μέχρι δύο μηνών ή με πρόστιμο.

Άρθρο 423. -Παράνομη παρασκευή και παροχή δηλητηρίων.

Με κράτηση μέχρι δύο μηνών ή με πρόστιμο, αν άλλη διάταξη δεν επιβάλλει βαρύτερη ποινή, τιμωρείται όποιος: α) παρασκευάζει, πουλεί ή χορηγεί με άλλον τρόπο δηλητήριο χωρίς την απαιτούμενη άδεια της αρχής. η παρ.2 στοιχ.α' του άρθρου 414 εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή.

β) παραβαίνει τις διατάξεις της αρμόδιας αρχής και ιδίως τις αστυνομικές διατάξεις τις σχετικές με την παρασκευή, πώληση ή άλλη χορήγηση δηλητηρίου ή γίνεται με κάποια απ' αυτές τις ενέργειες υπαίτιος οποιασ­δήποτε αμέλειας, από την οποία μπορεί να προκύψει βλάβη σε άλλον ή σε ξένο ζώο.

Άρθρο 424. -Παραβάσεις σχετικές με τη φύλαξη και τη μεταφορά δηλητηρίων. Με τις ποινές του άρθρου 423, αν άλλη διάταξη δεν επι­βάλλει βαρύτερη ποινή, τιμωρείται όποιος: α) κατέχει με οποιονδήποτε τρόπο δηλητήριο και δεν το φυλάσσει με επιμέλεια ώστε να αποφευχθεί κάθε αλλαγή του ή βλαβερή χρήση του. β) παραβαίνει τις διατάξεις της αρμόδιας αρχής και ιδίως τις αστυνομικές διατάξεις, τις σχετικές με τη φύλαξη ή τη μεταφορά δηλητηρίου.

Άρθρο 425. -Επικίνδυνη για την υγεία συνάφεια.

Αν κάποιος που πάσχει από μεταδοτική ασθένεια έρχεται με άλλον σε τέτοια προσωπική συνάφεια από την οποία να μπορεί αμέσως να μεταδοθεί η ασθένεια, τιμωρείται με κράτηση μέχρι πέντε μηνών ή με πρόστιμο.

Άρθρο 426. -Παράβαση διατάξεων για τους νεκρούς.

Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις που εκδίδει η αρμόδια αρχή για την προστασία της δημόσιας υγείας και οι οποίες αφορούν την έκθεση νεκρών σε κοινή θέα ή το χρόνο, τον τόπο ή τον τρόπο του ενταφιασμού τους τιμωρείται με κράτηση μέχρι δύο μηνών ή με πρόστιμο.

Άρθρο 427. -Παράβαση διατάξεων για την καθαριότητα.

Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις της αρμόδιας αρχής και ιδίως της αστυνομικής που αφορούν την καθαριότητα η οποία πρέπει να τηρείται: α) στα νερό που χρησιμοποιούν ή όχι οι άνθρωποι" β) στα τρόφιμα που είναι εκτεθει­μένα ή προορισμένα για πώληση. γ) στα καταστήματα ή στους χώρους παρασκευής ή πώλησης τροφίμων. δ) στην άσκηση οποιασδήποτε τέχνης, εμπορίου, βιομηχανίας ή άλλης εργασίας. και ε) γενικά σε κάθε σχέση, πράξη ή παράλειψη, από την οποία μπορεί να επηρεαστεί η δημόσια καθαριότητα, τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι δύο μηνών, αν άλλη διάταξη δεν τιμωρεί την πράξη βαρύτερα.

Άρθρο 428. -Ρύπανση.

Όποιος ρίχνει σε ανθρώπους ή σε ξένα σπίτια ή άλλα κτίρια ή σε ξένους περιφραγμένους χώρους ακαθαρσίες ή άλλα αντικείμενα που μπορούν να προκαλέσουν ενόχληση σε άλλον, τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση.

Άρθρο 429. -Παράβαση διατάξεων για τα τρόφιμα.

1. Με πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι τριών μηνών τιμωρείται όποιος παραβαίνει τις δια­τάξεις της αρμόδιας αρχής, και ιδίως της αστυνομικής, που αφορούν:

α) την υποβολή των τροφίμων στην εποπτεία ή στην εξέταση της αρχής

β) την υποχρέωση των εμπόρων να προμηθευτούν ή να αποθηκεύσουν τρόφιμα

γ) τον τόπο ή το χρόνο, το θεμιτό τίμημα ή άλλες λεπτομέρειες της πώλησής τους και γενικά τα σχετικά με το εμπόριο ή τη διάθεση των τροφίμων.

2. Η διάταξη της παρ,1 δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που η παρά­βαση προβλέπεται από ειδική διάταξη.

Άρθρο 430. -Παράβαση διατάξεων για την πρόληψη πλημμυρών.

Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις που εκδίδει η αρμόδια αρχή, και ιδίως η αστυνομική, για την αποφυγή των ζημιών που προκαλούνται από τα νερά τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι δύο μηνών.

Άρθρο 431. -Διατάραξη κυκλοφορίας.

Όποιος παρεμποδίζει χωρίς δικαίωμα την κυκλοφορία σε τόπους κοινής χρήσης στη στεριά ή στα ύδατα ή με οποιονδήποτε τρόπο διαταράσσει ή θέτει σε κίνδυνο την ασφάλειά της τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι δύο μηνών, αν άλλη διάταξη δεν τιμωρεί βαρύτερα την πράξη αυτή,

Άρθρο 432. -Παράνομη παρασκευή και παροχή εκρηκτικών υλών.

Με κράτηση μέχρι τριών μηνών ή με πρόστιμο, αν άλλη διάταξη δεν επιβάλλει βαρύτερη ποινή, τιμωρείται όποιος: α) χωρίς την απαιτούμενη άδεια της αρχής παρασκευάζει, πουλεί ή παρέχει με άλλο τρόπο πυρίτιδα ή άλλη εκρηκτική ύλη ή εύφλεκτο πυροτέχνημα ή καυστική ύλη' η παρ. 2 στοιχ. α' του άρθρου 414 εφαρμόζεται και σ' αυτή την περίπτωση' β) παραβαίνει τις διατάξεις της αρμόδιας αρχής, και ιδίως τις αστυνομικές διατάξεις, τις σχετικές με την παρασκευή, πώληση ή άλλη χορήγηση, τη φύλαξη, τη μεταφορά ή τη χρήση κάποιου παρόμοιου αντικειμένου' ή γ) γίνεται σε κάποια από αυτές τις ενέργειες υπαίτιος οποιασδήποτε αμέ­λειας, από την οποία μπορεί να προκύψει βλάβη σε άνθρωπο ή σε ξένο πράγμα.

Άρθρο 433. -Παράβαση διατάξεων για την προφύλαξη από τη φωτιά.

Με κράτηση μέχρι τριών μηνών ή με πρόστιμο τιμωρείται, αν άλλη διάταξη δεν επιβάλλει βαρύτερη ποινή, όποιος: α) κάνει απερίσκεπτη και αμελή χρήση της φωτιάς ή των μέσων φωτισμού, κατά τρόπο που να μπορεί να προκύψει από αυτήν βλάβη σε άνθρωπο ή σε ξένο πράγμα και β) παραβαίνει τις διατάξεις που εκδίδει η αρμόδια αρχή, και ιδίως η αστυνομική, για την αποτροπή του κινδύνου εμπρησμού.

Άρθρο 434. -Παράβαση οικοδομικών διατάξεων.

Με κράτηση ή με πρόστιμο, αν άλλη διάταξη δεν επιβάλλει βαρύτερη ποινή, τιμωρείται όποιος: α) παραβαίνει τις διατάξεις που εκδίδει η αρμόδια αρχή, και ιδίως η αστυνομική, για την ασφάλεια ή την υγιεινή των οικοδομών ή γενικό για τη ρύθμιση της τάξης κατά την οικοδόμηση ή την αποτροπή των κινδύνων που μπορούν να προκύψουν από αυτή- β) κατά την οικο­δόμηση γίνεται υπαίτιος οποιασδήποτε αμέλειας, από την οποία μπορεί να προκύψει βλάβη σε άνθρωπο ή σε ξένο πράγμα- γ) γίνεται υπαίτιος μιας από τις πράξεις που αναφέρονται στα στοιχ.α και β κατά την εκτέλεση κάποιου άλλου ανάλογου έργου ή κατεδάφισης.

Άρθρο 435. -Πρόκληση κινδύνου με ζώα.

Όποιος: α) αφήνει να περιφέρεται ελεύθερα άγριο ζώο ή ζώο που έχει επικίνδυνα ελαττώματα ­β) παραλείπει να πάρει τα προφυλακτικό μέτρα που απαιτούνται για να αποτραπούν οι βλάβες από τέτοια ζώα, ή τα μέτρα που έχουν διαταχθεί από την αρμόδια αρχή γ) διατηρεί επικίνδυνο άγριο ζώο χωρίς άδεια της αστυνομικής αρχής δ) ερεθίζει σκυλιά εναντίον ανθρώπων, τιμωρεί­ται με πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι δύο μηνών.

Άρθρο 436. -Πρόκληση κινδύνου με όπλα.

Με κράτηση ή με πρό­στιμο, αν άλλη διάταξη δεν επιβάλλει βαρύτερη ποινή, τιμωρείται όποιος σχετικό με την κατοχή, τη χρήση ή την παράδοση όπλου σε άλλον: α) παραβαίνει τις διατάξεις της αρμόδιας αρχής και ιδίως της αστυνομικής' β) γίνεται υπαίτιος οποιασδήποτε αμέλειας έτσι ώστε να μπορεί να προκύψει απ' αυτήν βλάβη σε άλλον.

Άρθρο 437. -Πρόκληση κινδύνου με λιθοβολισμό.

Όποιος ρίχνει εναντίον ανθρώπων ή σε ξένα σπίτια ή άλλα κτίρια ή σε αυλές, κήπους ή περιφραγμένους χώρους ή σε τόπους όπου συνήθως διαμένουν ή συχνάζουν άνθρωποι πέτρες ή άλλα σκληρό αντικείμενα τα οποία μπο­ρούν να προκαλέσουν βλάβη σε ανθρώπους ή ξένη ιδιοκτησία, τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση.

Άρθρο 438. -Παραλείψεις σχετικές με τη φύλαξη πηγαδιών κ.λ.π.

Με πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι δύο μηνών τιμωρείται όποιος σε μέρη όπου συχνάζουν άνθρωποι: α) αφήνει ασκέπαστα, απερίφρακτα ή με άλλο τρόπο αφύλακτα πηγάδια, υπόγεια, λάκκους, γκρεμούς ή άλλες εκβαθύνσεις, τεχνητές ή φυσικές έτσι ώστε να μπορεί να προκύψει απ' αυτό κίνδυνος για άλλον- β) τοποθετεί χωρίς αστυνομική άδεια παγίδες, μηχανήματα αυτόματης βολής ή άλλες ανάλογες εγκαταστάσεις, από τα οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άλλον.

Άρθρο 439. -Παραμέληση της εποπτείας παραφρόνων.

Όποιος παραμελεί το καθήκον της εποπτείας παράφρονα έτσι που να μπορεί να προκύψει από την παραμέληση κίνδυνος για άλλον τιμωρείται με πρό­στιμο ή με κράτηση.

Άρθρο 440. -Επικίνδυνη μέθη.

1. Όποιος σε κατάσταση υπαίτιας μέθης προξενεί κίνδυνο σε πρόσωπο ή ουσιώδη διατάραξη της δημόσιας τάξης τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση, εκτός αν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.

2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος, ενώ ασχολείται με εργασίες που απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή, περιάγει τον εαυτό του σε κατάσταση μέ­θης, καθώς επίσης και όποιος, ενώ είναι μεθυσμένος, ασχολείται με τέτοιες εργασίες.

Άρθρο 441. -Άρνηση γιατρών.

Γιατροί και μαίες που χωρίς δικαιο­λογημένο κώλυμα αρνούνται την εκτέλεση των έργων τους ή που ανα­φορικά με αυτήν γίνονται υπαίτιοι οποιασδήποτε αμέλειας από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άλλον τιμωρούνται με πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι τριών μηνών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.

Άρθρο 442. -Παραμέληση αναγγελίας εύρεσης νεκρού.

Όποιος δεν ανακοινώνει αμέσως στις αρχές την ανεύρεση νεκρού τιμωρείται με πρόστιμο.

Άρθρο 443. -Κρυφή και πρόωρη ταφή.

Όποιος: α) χωρίς την απαι­τούμενη άδεια της αρχής ενταφιάζει ή με οποιονδήποτε τρόπο εξαφανίζει ή ανατέμνει νεκρό, καθώς και όποιος β) παραβαίνει τις διατάξεις που εκδίδει η αρμόδια αρχή για να αποτρέψει την πρόωρη ταφή, την εξαφά­νιση ή την ανατομή νεκρού, τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι τριών μηνών.

Άρθρο 444. -Παράλειψη της αναγγελίας ξένων κ.τ.λ.

Όποιοι παρα­βαίνουν τις αστυνομικές διατάξεις για τη σημείωση ή την αναγγελία στην αρχή των ξένων στους οποίους παρέχουν κατάλυμα ή εκμισθώνουν κα­τοικία τιμωρούνται με πρόστιμο ή με κράτηση, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.

Άρθρο 445. -Παράβαση διατάξεων για τους ιδιωτικούς υπαλλήλους.

Όποιος παραβαίνει τις αστυνομικές διατάξεις που αφορούν ιδιωτικούς υπαλλήλους ή υπηρέτες τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση.

Άρθρο 446. -Παράνομη κατασκευή κλειδιών κ.τ.λ.

Με πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι δύο μηνών τιμωρούνται: α) οι κατασκευαστές κλειδιών και οι άλλοι τεχνίτες ή έμποροι που χωρίς άδεια της αστυνομικής αρχής παραδίδουν σε οποιονδήποτε αντικλείδια ή άλλα εργαλεία που ανοίγουν κλειδαριές' β) οι κατασκευαστές κλειδιών και οι άλλοι τεχνίτες που: αα) κατασκευάζουν κλειδιά για πόρτες, θαλάμους ή αποθηκευτικούς χώρους χωρίς άδεια της αστυνομικής αρχής ή χωρίς τη συγκατάθεση του κατό­χου κατοικίας ή άλλου ακινήτου ή κινητού ή του αντιπροσώπου του κατόχου' ββ) ανοίγουν κλειδαριές οποιουδήποτε είδους όταν τους το ζητήσει κάποιος, χωρίς να έχουν την εντολή της αρχής ή χωρίς να βεβαιωθούν ότι εκείνος που τους ζητεί να ανοίξουν τα πράγματα είναι ο κάτοχος τους ή ο αντιπρόσωπός του.

Άρθρο 447. -Παραβάσεις σχετικές με τα μίτρα και τα σταθμό.

Με πρόστιμο ή με κράτηση, αν άλλη διάταξη δεν τιμωρεί βαρύτερα την πράξη τιμωρούνται: α) οι επαγγελματίες που θα βρεθούν να έχουν ζυ­γαριές, μέτρα ή σταθμά που είναι κατάλληλα για την άσκηση του επαγ­γέλματός τους, δεν έχουν όμως το νόμιμο σήμα για την ακρίβειά τους σύμφωνα με το νόμο ή που είναι πράγματι ανακριβή' β) όποιοι παραβαί­νουν τις διατάξεις της αρμόδιας αρχής, και ιδίως της αστυνομικής για τις ζυγαριές για τα μέτρα και τα σταθμά.

Άρθρο 448. -Παραβάσεις σχετικές με τις διατιμήσεις.

Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 429 και κάθε άλλης ειδικότερης διάταξης του νόμου, παραβαίνει τις διατάξεις της αρμόδιας αρχής για τις διατιμήσεις, τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση.

Άρθρο 449. -Κατασκευή και πώληση ειδών χωρίς σήμα.

Όποιος κατασκευάζει ή πουλεί χρυσά ή ασημένια είδη που δεν έχουν το νόμιμο σήμα τιμωρείται με πρόστιμο.

Άρθρο 450. -Πρόκληση κινδύνων σχετικών με την κυκλοφορία νομισμάτων.

Με πρόστιμο τιμωρείται όποιος: α) κατασκευάζει, πουλεί ή θέτει με οποιονδήποτε τρόπο σε κυκλοφορία αντικείμενα που μοιάζουν τόσο πολύ με χρυσό ή ασημένια νομίσματα, με χαρτονομίσματα ή με έγγραφα που εξομοιώνονται κατά το άρθρο 214 με χαρτονομίσματα, ώστε να είναι δυνατό να εκληφθούν ως γνήσια' β) κατασκευάζει σφρα­γίδες, ανάγλυφα, πλάκες ή άλλες μήτρες που μπορούν να χρησιμοποιη­θούν για την κατασκευή κάποιου από τα αντικείμενα του στοιχείου α'.

Άρθρο 451. -Παράνομη κατασκευή νομισματοκοπικών εργαλείων.

Με πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι τριών μηνών τιμωρείται όποιος χωρίς έγγραφη άδεια της αρχής κατασκευάζει, προμηθεύεται ή παραδίδει σε άλλον εκτός από την αρχή ή το νόμιμο δικαιούχο: α) σφραγίδες, ανά­γλυφα. πλάκες ή άλλες μήτρες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή μεταλλικών ή χάρτινων νομισμάτων ή εγγράφων που εξομοιώνονται κατά το άρθρο 214 με χαρτονομίσματα. επίσημων εν­σήμων (άρθρο 218). δημόσιων βεβαιώσεων ή πιστοποιήσεων' β) αποτυ­πώματα των μητρών ή υποδείγματα των παραπάνω επίσημων εγγράφων βεβαιώσεων ή πιστοποιητικών.

Άρθρο 452. -Άρνηση αποδοχής νομισμάτων.

Όποιος αρνείται να δεχτεί για πληρωμή νομίσματα που έχουν νόμιμη κυκλοφορία στο κρότος τιμωρείται με πρόστιμο.

Άρθρο 453. -Παράνομη κατασκευή ιδιωτικών σφραγίδων.

Με πρό­στιμο τιμωρείται όποιος με παραγγελία άγνωστων ή αναξιόπιστων προσώπων και χωρίς να εξετάσει λεπτομερέστερα και να εξασφαλιστεί από ενδεχόμενη κατάχρηση κατασκευάζει ή παραδίδει ιδιωτικό σύμβολα ή σφραγίδες ή τύπους συναλλαγματικών που χρησιμοποιούν ορισμένοι εμπορικοί οίκοι.

Άρθρο 454. -Παράβαση διατάξεων για τα ενεχυροδανειστήρια.

Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις της αρμόδιας αρχής τις σχετικές με τα ενεχυροδανειστήρια τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι τριών μηνών ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Άρθρο 455. -απόκρυψη ανθρωποκτονίας.

Όποιος διέπραξε ανθρωποκτονία που μένει ατιμώρητη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 και 25 και δεν την ανάγγειλε αμέσως στην πλησιέστερη αρχή τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση.

Άρθρο 456. -Μείωση εκτάσεων.

1. Όποιος με πρόθεση και χωρίς δικαίωμα μειώνει ξένο ακίνητο. δημόσια ή ιδιωτική οδό ή πλατεία ή τα σύνορα που διαχωρίζουν τις ιδιοκτησίες, με σκάψιμο. όργωμα ή με άλλον τρόπο, τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι τριών μηνών.

2. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση. εκτός αν πρόκειται για κοινόχρηστη οδό ή πλατεία.

Άρθρο 457. -Παραβίαση στέρησης δικαιώματος.

Όποιος στερήθηκε οριστικό ή πρόσκαιρα κάποιο συγκεκριμένο δικαίωμα εξαιτίας καταδίκης του για έγκλημα και παρ' όλα αυτά το ασκεί τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι τριών μηνών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Τελικές διατάξεις

Άρθρο 458. -Παραβάσεις διοικητικών διατάξεων.

Όποιος με πρό­θεση παραβαίνει επιτακτική ή απαγορευτική διάταξη διοικητικών νόμων τιμωρείται με πρόστιμο τουλάχιστον είκοσι χιλιάδων δραχμών, αν η ειδική διάταξη αναφέρεται στο άρθρο αυτό ως προς την ποινική κύρωση της παράβασης. (Όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.12α) του ν 2207/94.)

Άρθρο 459. -Παράβαση αστυνομικών διατάξεων.

Όποιος παραβαί­νει αστυνομική διάταξη που αφορά άλλο αντικείμενο ή άλλον σκοπό εκτός από εκείνους που μνημονεύονται ειδικά στο προηγούμενο κεφά­λαιο τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση.

ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 460.

Ο Ποινικός Κώδικας αρχίζει να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1951.

Άρθρο 461.

Από την έναρξη της ισχύος του Ποινικού Κώδικα καταργείται ο Ποινικός Νόμος της 3ης Νοεμβρίου 1836, καθώς και κάθε διάταξη που τροποποιούσε αυτόν το Νόμο.

Άρθρο 462.

Όπου ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας και άλλοι ειδικοί νόμοι παραπέμπουν σε άρθρα του καταργούμενου Ποινικού Νόμου οι παραπομπές αυτές από την έναρξη της ισχύος του Ποινικού Κώδικα θεωρείται ότι γίνονται στις αντίστοιχες διατάξεις αυτού του Κώδικα.

Άρθρο 463.

Οι ποινές κράτησης, φυλάκισης, ειρκτής, πρόσκαιρων και ισόβιων δεσμών που προβλέπονται στους ειδικούς ποινικούς νόμους εννοούνται και εφαρμόζονται από την έναρξη της ισχύος αυτού του Ποινικού Κώδικα σύμφωνα με τα άρθρα του 51 έως 55. Η ειρκτή και τα πρόσκαιρα δεσμά αντιστοιχούν στην πρόσκαιρη κάθειρξη, τα ισόβια δεσμά στην ισόβια κάθειρξη.

Άρθρο 464.

Τα όρια των ποινών που προβλέπονται στους ειδικούς νόμους εξακολουθούν να ισχύουν.

Άρθρο 465.

Δεν θίγονται οι διατάξεις των ειδικών νόμων σύμφωνα με τις οποίες εκτός από αυτόν που καταδικάστηκε ευθύνεται και τρίτος για την πληρωμή χρηματικής ποινής ή χρηματικής ικανοποίησης.

Άρθρο 466.

Δεν θίγονται οι διατάξεις των ειδικών νόμων με τις οποίες καθορίζονται παρεπόμενες ποινές ή και άλλες συνέπειες εκτός από αυτές που προβλέπει ο Ποινικός Κώδικας.

Άρθρο 467.

Στις περιπτώσεις που ειδικοί νόμοι τιμωρούν την από­πειρα και τη συνεργεία με ποινή ίδια με την ποινή του τελειωμένου εγκλήματος ο δικαστής μπορεί να επιβάλει ηπιότερη ποινή σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ.1 του Ποινικού Κώδικα.

Άρθρο 468.

Στις περιπτώσεις που ειδικοί νόμοι ορίζουν χρόνο παραγραφής διαφορετικό από αυτόν που αναγράφεται στο άρθρο 111 του Ποινικού Κώδικα ως χρόνος παραγραφής θεωρείται η προθεσμία που ορίζουν αυτοί οι νόμοι για την οριστική παραγραφή, αν αυτή η προθεσμία είναι τουλάχιστον ενός έτους. Διαφορετικό ο χρόνος παρα­γραφής είναι ενός έτους. Όταν οι ειδικοί νόμοι δεν ορίζουν προθεσμία οριστικής παραγραφής, ως χρόνος παραγραφής των αξιόποινων πράξεων που προβλέπονται σ' αυτούς ορίζεται ο χρόνος που καθορίζει το άρθρο 111 του Ποινικού Κώδικα.

Άρθρο 469.

Οι ποινές στέρησης της ελευθερίας που έχουν επιβλη­θεί αμετακλήτως σε ανηλίκους που δεν είχαν συμπληρώσει το 17ο έτος της ηλικίας τους όταν τελέστηκε η πράξη θεωρούνται από την έναρξη της ισχύος του Ποινικού Κώδικα ποινή περιορισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα" για τον περιορισμό αυτόν μέγιστο όριο είναι η διάρκεια της ποινής που καθορίζει η απόφαση και ελάχιστο όριο το μισό αυτού του χρόνου με εφαρμογή των διατάξεων της παρ.3 του άρθρου 127 και των διατάξεων των άρθρων 129 και 132 του Κώδικα. Αν η ποινή που επι­βλήθηκε είναι θάνατος ή ισόβια δεσμό, η ποινή αυτή μετατρέπεται αυ­τοδικαίως σε ποινή περιορισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα" μέγιστο όριο του περιορισμού αυτού είναι είκοσι έτη και ελάχιστο δέκα έτη.

Άρθρο 470.

Στις περιπτώσεις α' και β' της παρ.2 του άρθρου 5 του Νόμου 5017/1931 τα ελληνικό ποινικό δικαστήρια εκδικάζουν κακουρ­γήματα ή πλημμελήματα που τελέστηκαν σε ξένα αεροσκάφη, αν συ­ντρέχουν οι όροι των άρθρων 6 και 7 του Ποινικού Κώδικα. Στις περι­πτώσεις γ' και δ', η δίωξη γίνεται πάντοτε σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξάρτητα από τους νόμους του κρότους της εθνι­κότητας του αεροσκάφους.

Άρθρο 471.

Δεν θίγονται οι διατάξεις: 1) του νόμου ΤΟΔ' του 1871 "περί καταδιώξεως της ληστείας". 2) του νόμου ΓΩΛΠ' του 1911 "περί ζωοκλοπής και ζωοκτονίας". 3) οι διατάξεις για τη φθορά δάσους κ.λ.π. του άρθρου 219, του νόμου 4173 "περί δασικού κώδικος", καθώς επίσης και όλες οι ειδικές ποινικές διατάξεις αυτού του νόμου, εκτός από εκείνες που προβλέπει το άρθρο 473 οι οποίες καταργούνται. 4) οι διατάξεις για την αγροτική κλοπή, την αγροτική φθορά και τη μετακίνηση ορόσημων του αν ν 1010 του 1939 "περί κώδικος αγροτικής ασφαλείας". 5) οι ποινικές διατάξεις του νδ 136 του 1946 "περί αγορανομικού κώδικος" όπως όλες οι ανωτέρω διατάξεις τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα. 6) οι διατάξεις του αν ν 375 του 1936 "περί τιμωρίας των εγκλημάτων κατα­σκοπείας και των εγκληματικών ενεργειών των απειλουσών την εξωτε­ρικήν ασφάλειαν της χώρας", όπως ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα.

Άρθρο 472.

Διατηρούνται προσωρινά σε ισχύ για όση χρονική διάρκεια αυτές προβλέπουν οι διατάξεις: 1) των άρθρων 2 και 3 του νόμου 453 του 1945 "περί λήψεως μέτρων προς εμπέδωσιν της δημοσίας ασφαλείας". 2) του άρθρου 5 της Συντακτικής Πράξης 19 του 1945 "περί τροποποιήσεως ποινικών τινών διατάξεων". 3) του Γ' Ψηφίσματος του 1946 "περί εκτάκτων μέτρων αφορώντων την δημοσίαν τάξιν", όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με μεταγενέστερες διατάξεις και 4) κάθε άλλη ειδική ποινική διάταξη που ισχύει για ορισμένο χρονικό διά­στημα.

Άρθρο 473.

1. Από την έναρξη της ισχύος του Ποινικού Κώδικα καταργούνται: α) όλες οι διατάξεις που περιέχονται σε ειδικούς νόμους και ρυθμίζουν το μέτρο της ποινής σε περίπτωση συρροής και υποτρο­πής. και β) οι διατάξεις που αποκλείουν την εφαρμογή της προσωρινής απόλυσης από τις φυλακές, της αναστολής της εκτέλεσης της ποινής υπό όρο και της μετατροπής της κράτησης ή της φυλάκισης σε πρόστιμο ή χρηματική ποινή.

2. Καταργούνται επίσης οι εξής διατάξεις:

1) Ο νόμος 811 του 1917 "περί προσωρινής απολύσεως εκ των φυλακών των καταδίκων", όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, εκτός από τα άρθρα του 8, 1 Ο και 11.

2) Ο νόμος ΓΩιΗ' "περί αναστολής της εκτελέσεως της ποινής", όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα.

3) Το νδ της 4 Ιουλίου 1933, όπως τροποποιήθηκε με το νόμο 5986 που το επικύρωσε και με τον αν 1294 του 1938 (εκτός από τα άρθρα του 15-19).

4) Η παράγραφος 3 του άρθρου 102 του νόμου 1165 "περί τελωνειακού κώδικος", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του αν ν 2081 του 1939. 5) Τα άρθρα 3 και 10 του νόμου Γ~MΔ "περί φυγοδικίας".

6) Το άρθρο 27 παρ.9 του νόμου 971 του 1917 "περί φορολογίας οινο­πνεύματος", όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα.

7) Τα άρθρα 1, 2 και 3 του νόμου 5096 "περί συμπληρώσεως διατάξεων τινών του Ποιν. Νόμου".

8) Η διάταξη του άρθρου 1 εδάφιο 3 του νόμου Γ~N "περί της εκ των αυτοκινήτων ευθύνης", σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται χρηματική ποινή στον κάτοχο του αυτοκινήτου σε περίπτωση αδικήματος που κα­ταλογίζεται στον οδηγό.

9) Ο νόμος ΑΡΚΒ "περί αδικημάτων κατά της ασφαλείας σιδηροδρόμων" εκτός από το άρθρο 5.

10) Το άρθρο 1 του νόμου ΑΡΟΒ "περί ασφαλείας και αστυνομίας των σιδηροδρόμων".

11) Το άρθρο 5 του νόμου ΓΩΛΖ "περί συμβατικού τόκου, τοκογλυφίας

και αισχροκερδείας".

12) Το άρθρο 34 εδ.δ' του νόμου 3632 "περί χρηματιστηρίων αξιών".

13) Τα άρθρα 9-1 Ο του νόμο 3090 "περί τροποποιήσεως της περί φυλακών

νομοθεσίας".

14) Τα άρθρα 9-10 του νόμο 202 "περί τροποποιήσεως διατάξεων δικ. οργανισμού".

15) Το άρθρο 60 του νόμου 6094 "περί οργανώσεως της γραμματείας των δικαστηρίων και εισαγγελιών κ.λ.π.".

16) Ο νόμος 755 του 1917 "περί αδικημάτων τινών κατά της ασφαλείας

της χώρας και της κοινής ησυχίας".

17) Ο νόμος 1592 "περί μονομαχίας" εκτός από τα άρθρα 7-8.

18) Ο νόμος 2111 "περί αδικημάτων κατά της ελευθερίας της εργασίας".

19) Το άρθρο 1 του νόμου 2918 "περί τροποποιήσεως Νόμου ΓΦΑ και 389 περί Λιμενικού Ταμείου Πειραιώς".

20) Τα άρθρα 1-7 του νόμου 1681 "περί αλητείας και επαιτείας".

21) Τα άρθρα 4 και 5 του νόμου 1682 "περί προστασίας των εις επαιτείαν, αλητείαν κ.λ.π. εκδοτών ανηλίκων".

22) Τα άρθρα 66, 67, 68 του νδ/τος της 17 Ιουλίου 1923/16 Αυγούστου 1923 "περί σχεδίου πόλεων" κωμών και συνοικισμών κ.λ.π.".

23) Οι παράγραφοι 1, 2, 3 του άρθρου 13 του νόμου 3316 "περί υ­δρεύσεως Αθηνών-Πειραιώς",

24) Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 7 του νδ 5/20 Μαΐου 1926 "περί δικηγόρων",

25) Η παράγραφος 5 του άρθρου 7 του νόμου 4862 "περί ξένων σχο­λείων".

26) Ο νόμος 4092 "περί προστασίας περιουσιακών δικαίων" εκτός από το άρθρο 3.

27) Ο αριθμός 7 του άρθρου 232 του νδ 11 Μαρτίου 1929 "περί δασικού κώδικος", που επικυρώθηκε με το νόμο 4173 του 1929,

28) Τα άρθρα 41 έως 45 του νόμου 4277 "περί τηλεγραφικής ανταπο­κρίσεως", καθώς επίσης και το άρθρο 2 του νόμου 4275 "περί τηλεφω­νικής ανταποκρίσεως" όσο μ' αυτό επεκτείνονται αυτά τα άρθρα 41 έως45 και στις τηλεφωνικές επικοινωνίες,

29) Οι παράγραφοι 6 και 7 του άρθρου 8 του νόμου 4332 "περί κυρώσεως της μεταξύ Δημοσίου και Εθνικής Τραπέζης συμβάσεως περί συστάσεως και λειτουργίας της Αγροτικής Τραπέζης".

30) Ο αριθμός 6 του άρθρου 24 του ΠΔ 23/28 Νοεμβρίου 1929 "περί κωδικοποιήσεως των περί κατασκευής και συντηρήσεως οδών διατά­ξεων", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του αν ν 1966 του 1939,

31) Τα άρθρα: 14, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του νόμου 6243/1934, και 15 του νόμου 4581 "περί ταχυδρομικής ανταποκρίσεως" και το άρθρο 9 του νόμου 6243/1934, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 του αν ν 1814 του 1939.

32) Ο αριθμός 1 του άρθρου 72 και το άρθρο 73 του νόμου 4639 "περί αναγκαστικών συνεταιρισμών εγγείων βελτιώσεων",

33) Τα άρθρα 57,59,61 του νόμου 4755 .περί κώδικος νόμων περί τελών χαρτοσήμου",

34) Από το νόμο 4841 "περί αυτοκινήτων, κυκλοφορίας αυτών και υπο­χρεώσεων των οδηγών", το όγδοο εδάφιο του στοιχείου β' του αριθμού11 του άρθρου 42, το οποίο αναφέρεται στη σωματική βλάβη που προ­καλεί εισπράκτορας από αμέλεια και το τελευταίο εδάφιο του αριθμού 8 του άρθρου 43, το οποίο αναφέρεται στην ανθρωποκτονία από αμέλεια που τελεί εισπράκτορας.

35) Το άρθρο 58 του νόμου 4971 "περί οργανισμού του Σώματος της Αστυνομίας Πόλεων".

36) Το άρθρο 16 του νόμου 6015 "περί πυροσβεστικής υπηρεσίας".

37) Η παράγραφος 2 του άρθρου 107 του αν ν 7/8 Ιουνίου 1935 "περί οργανισμού της Χωροφυλακής".

38) Ο αριθμός 3 του μόνου άρθρου του νόμου 5004 "περί αστυνομικών διατάξεων του Διευθυντού του Ναυστάθμου".

39) Τα άρθρα 4 έως 10 του νόμου 5016 "περί κυρώσεως της εν Γενεύη υπογραφείσης την 20 Απριλίου 1929 Διεθνούς συμβάσεως περί λήψεως των αναγκαίων μέτρων προς καταστολήν της παραχαράξεως και κιβδηλείας και καθιερώσεως των κατά των περί το νόμισμα εγκλημάτων επι­βαλλομένων ποινών".

40) Τα άρθρα 10, 11, 12, 13, 17, 18, 19,20 έως και 28 του νόμου 5060 "περί Τύπου, προσβολών της τιμής εν γένει και άλλων σχετικών αδικη­μάτων", το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 3 και 4 του νόμου 5999 "περιστάσεις τροποποιήσεως του νόμου 5060".

41) Το άρθρο 13 του νόμου 5425 "περί τροποποιήσεως των περί εμμίσθων υποθηκοφυλακείων διατάξεων".

42) Τα άρθρα 3 και 4 του νόμου 5458/1934 "περί απεργίας δημοσίων υπαλλήλων, υπηρετών κ.λ.π.".

43) Το άρθρο 4 του νόμου 6439/1934 "περί μεταρρυθμίσεως δικαστικών αποφάσεων καταδικαζουσών εις καταβολήν περιοδικών παροχών και περί τιμωρίας της παραβάσεως της προς διατροφήν υποχρεώσεως".

44) Το άρθρο 5 του αν ν της 19ης Νοεμβρίου 1935 "περί μεταρρυθμίσεως και συμπληρώσεως της περί παρασήμων νομοθεσίας" όπως τροπο­ποιήθηκε.

45) Το άρθρο 9 του νόμου ΑΤίΒ "περί των αδικημάτων και της ασφαλείας των υποβρυχίων καλωδίων".

46) Ο νόμος Β "περί παραποιήσεως γραμματοσήμων κ.λ.π. ξένων κρατών".

47) Το πέμπτο εδάφιο του άρθρο 13 του νόμου 5911 "περί διδακτικών βιβλίων".

48) Τα άρθρα 15 έως και 25 του Ν.Δ/τος της 13 Δεκεμβρίου 1923 "περί ποινικού και πειθαρχικού κώδικος του ΕμπΔ Ναυτικού".

49) Τα άρθρα 1 και 2 του νόμου 1390/1944 "περί τροποποιήσεως του νόμου 2135 περί εκδικάσεως των εγκλημάτων των ανηλίκων".

50) Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 2 του αν ν 2724/1940 "περί οργανώσεως και λειτουργίας αναμορφωτικών καταστημάτων".

Γενικά καταργείται κάθε διάταξη που περιέχεται σε ειδικούς νόμους, αν αφορά θέματα που τα ρυθμίζει ο Ποινικός Κώδικας στο ειδικό μέρος του.

Στον Υπουργό Δικαιοσύνης αναθέτουμε τη δημοσίευση και την εκτέλεση του διατάγματος αυτού.

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση